ΙΔΕ Ο ΑΜΝΟΣ...

π. Lev Gillet (1893-1980)

Ο ΙΩΑΝΝΗΣ και μερικοί από τους μαθητές του συ­νομιλούν. Δεν είναι μακριά απ' τον Ιορδάνη. Ο Ιωάννης προκάλεσε την συγκίνηση και την περιέργεια των δικών του αγγέλλοντας ένα άλλο βάπτισμα και μια άλλη παρουσία: «μέσος δε ημών έστηκεν, ον υμείς ουκ οίδατε...» (Ιω. α' 26).

Στον άσπρο λόφο, απέναντι, μια μορφή ξεκόβεται, ξεκαθαρίζει. Είναι ένας νέος άνδρας. Προχωρεί με βήμα βέβαιο και ταχύ. Φαίνεται να κατευθύνεται προς την ο­μάδα του Ιωάννου. Οι μαθητές του Βαπτιστή τώρα σώπασαν. Τα μάτια τους στρέφονται προς τον άγνωστο πού προχωρεί.

Ο Ιωάννης κοιτάζει. Κάτι σαν ρίγος, σαν τρεμού­λιασμα, φαίνεται να δονεί το κορμί του. Έχει μισανοί­ξει το στόμα του, σα να ήθελε να μιλήσει.

Και τώρα κλείνει τα μάτια, απορροφημένος από μια εσώτερη ανακάλυψη. Και μιλάει. Με μισή φωνή, με μια θέρμη συγκρατημένη, μέσα στην ανατριχίλα μιας θεϊκής επαφής, λέει: «Ίδε ο αμνός του Θεού, ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου».

Μεγάλη σιωπή δέχεται τα λόγια του. Κανείς από τους μαθητές τού Ιωάννη δεν ρωτάει τίποτε. Στέκουν ασθμαί­νοντας, νοιώθοντας πώς μια ώρα αποφασιστική έρχεται για τους ανθρώπους. Δεν κατάλαβαν αυτό πού είπε ο Ιωάννης. Ξεχώρισαν όμως συγκεχυμένα ότι με το πλη­σίασμα αυτού του αγνώστου, τους πλησιάζει ό,τι υπάρχει ιερώτερο. Λίγα βήματα ακόμη και θα 'ναι εκεί ανάμεσά τους «ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου». Δεν τολμούν να τον ατενίσουν. Είναι λοιπόν Αυτός πού περίμεναν; Εί­ναι λοιπόν Αυτός, πού έρχεται έτσι ανθρώπινα, έτσι απλά, χωρίς καμιά λάμψη, χωρίς καμιά επίδειξη ι­σχύος; Είναι λοιπόν Αυτός, πού μπορεί ν' αλλάξει όλα τα πράγματα και όλες τις καρδιές; Είναι λοιπόν δυνατό;

Κύριε, έρχεσαι και σε μας, έρχεσαι και σε μένα, α­πλός και μόνος, όπως πήγες στον Ιωάννη και στους μαθητές του. Μόνον η αδυναμία της πίστης μου, η τυφλότη­τα μου μ’ εμποδίζουν να αισθανθώ το πλησίασμά Σου και να σκιρτήσω εμπρός Σου. Έρχεσαι να σηκώσεις την αμαρτία του κόσμου, τις αμαρτίες των ανθρώπων, τις α­μαρτίες μου. Είν' αλήθεια; Όλο το κακό θα το πάρεις στους ώμους Σου; Όλες τις αδικίες μου θα τις φορτωθείς Εσύ; Βέβαια, τα πίστευα αυτά κι ακόμα, τα ομολογούσα. Όμως η έλευση του Αμνού δεν ήταν για μένα μια πραγματικότητα ζωντανή, παρούσα. Και τώρα Σε βλέπω πού έρχεσαι και πλησιάζεις. Πάρε, πάρε από πά­νω μου αυτές τις αμαρτίες. Πάρε ό,τι ήμουν και χάλασέ το. Αν ήσουν εμπρός μου σαν αμνός ένσαρκος με κά­τασπρο μαλλί, θα Σ' έσφιγγα στην αγκάλη μου, θα Σέ σκέπαζα με φιλήματα και θα έλεγα: «Δεν ζήτω τίποτε άλλο, παρά να Σ' έχω μαζί μου, πάντα». Ωστόσο, με μορφή ανθρώπου Σε θωρούν τα μάτια της ελπίδας μου. Σε βλέπω καθισμένο κι' είμαι γονατισμένος εμπρός Σου. Κρύβω την κεφαλή μου στα γόνατα Σου και στην κεφαλή αυτή ακουμπά το χέρι Σου και κλαίω. Είμαι δικός Σου...