ΣΥΝΕΠΙΒΑΤΕΣ

                                                 
Με συγκίνησε η συγκίνησή σου, όπως κύλησε απαλά στο μάγουλο.
Κρατούσες τον πρωινό καφέ έτοιμη για τη βιοπάλη
και βαθιά ένιωσες την πάλη τους.
Βρέθηκες, βρεθήκαμε στο ίδιο βαγόνι που από το λιμάνι
μετέφερε στο άστυ ανέστιες ψυχές.
Άκουσες, ακούσαμε το βήχα να θυμίζει
τις κακουχίες που ήρθαν, που θα ’ρθουν.
Είδες, είδαμε παιδιά κι εφήβους απρόσμενα γελαστά
μέσα από τα διπλά φορεμένα μπουφάν.
Δεν έκλεισες τα μάτια  παρά την ορθρινή ώρα.
Όχι, δεν το θέλησες να κλείσεις τα μάτια.
Σ’ εγρήγορση θέλησες να μείνεις στο μετερίζι της ανθρωπιάς,
να σκεπάσεις με το βλέμμα, να προσευχηθείς με την καρδιά σου,
να τέμνεις τη ζωή σου με τα διαβατάρικα πουλιά που αυτό το πρωινό
κούρνιασαν σ’ ένα βαγόνι του ηλεκτρικού,
πριν πετάξουν προς ένα αβέβαιο μέλλον.

                                                                                                     Ε. Ζ.