ΟΥΤΟΠΙΑ



                                            
           
Θα  σ΄ έσπρωχνε στην Ουτοπία
περσσότερο
η σήψη, η σαπίλα
ή των ονείρων σου
το μπαϊράκι
που ζητά
αέρα πελαγίσιο κι αλμύρα;

Θα ’ψαχνες να ’βρεις
μια στεριά
πιο άσπρη από το χιόνι
να ’ναι ο Άνθρωπος
η διαμαντόπετρα
που ποτέ δε λιώνει;

Θ’ άλλαζες τον αέρα
που σε πνίγει
με αγέρα ρίγανη, θυμάρι
και θα ’νιωθες
το ανθρώπινο το χνώτο
σαν και κείνο το τρυφερό
το πρώτο,
όταν κάποιος του χρόνου το νήμα
προς τα πίσω πάρει;

Θ’ ανοιγόκλεινες το βλέμμα,
να φύγει η βλέννα
και του κόσμου η ασχήμια
-ίδια τσίμπλα-
να ξαφνιαστείς και πάλι
και να ’ναι το ξάφνιασμα
πανηγύρι στου κόσμου την άπλα;

Θα ξεντυνόσουν τη φόρμα εργασίας
που σε στενεύει,
να ξαναφτιάξεις του εαυτού σου ρούχο
καταπώς εκείνος θέλει;
Και θα κρατούσες άφθαρτη τη στολή,
να μη γίνει ο βασιλιάς σου, εσύ,
από ένα παιδί να ξαναντραπεί;

Θα ’χες τη δύναμη
η καρδιά σου να κάνει γαϊτανάκι
με τους άλλους
και να στροβιλίζεσαι στης αγάπης
και του δόσιμου τους άθλους;

Θα τ’ άντεχες ν’ αφήσεις πίσω
σαν του φιδιού την πουκαμίσα
τον εγωισμό, τον εαυτό σου
που δε μοιράζει ίσα;

Θα γύριζες ένα ποτάμι
προς τα πίσω,
στη νερομάνα, στις πηγές,
να ξεπλύνεις τις δικές σου
και τις δικές μου
τις πληγές;

Θα ζύμωνες το πρόσφορο
του κόσμου
με υπομονή, με πείσμα,
να χαριτώσεις εσένα
που προσφέρεις
και προσφέρεσαι;

Και την ίδια ώρα θα ’χες
ψυχή
τα χείλη σου ν’ αφήσουν
την κραυγή,
να βγάλουν ήχο παιδικό,
μια προσευχή;

Μάλλον τότε στην Ουτοπία
έχεις φτάσει,
από την ώρα που ένα βασίλειο ανακάλυψες
εντός σου
και ξεδιψά εσένα
και τον Πήγασό σου.
                                                                                                      
 Ειρήνη Ζαμάνη, Πρωταπριλιά 2017