ΑΓΑΠΗ ΧΙΙ.



                                                                                                  στον Άγιο Λουκά, Κριμαίας κ Συμφερουπόλεως



Πόσο η αγάπη πλημμυρίδα θα
σκέπασε την ψυχή σου για Εκείνον,
για εμάς…
Επιχειρώ να καταλάβω
κι έκθαμβη μένω.

Στραγγάλισες
το θέλημά σου
με θέληση.
Απαρνήθηκες την
ομορφιά της τέχνης
που σε συγκινούσε
και δόθηκες παράφορα
στη διακονία.
Ζωγράφος δεν έγινες
μα το δεξί σου χέρι
Συντηρούσε, καθάριζε,
καινούργιωνε
την έμψυχη εικόνα
του Θεού.

«μάτια αϊτού, καρδιά λιονταριού
και χέρια γυναίκας» έλεγες
πως πρέπει να έχει ο χειρουργός.
Αγάπη -λέω- ο λειτουργός.
Το σκορπισμένο ποίμνιο
σύναξες
κι άνοιξες εκκλησιές
τιμωρημένες
στη βουβαμάρα.
Στέριωσες, οικοδόμησες,
κήρυξες,
το φόβο έδιωξες
που κράτος είχε
πιο φοβερό από
την παγωμένη Σιβηρία.

Σύναξες τα προβατάκια σου
και τα δικά σου
εμπιστεύτηκες
στον Πατέρα.
Των συμπατριωτών σου
την τρέλα
προσπέρασες
κοιτώντας
το φως
μέσα από
το ματωμένο μας
αιώνα.

Πόσο η αγάπη πλημμυρίδα θα
σκέπασε την ψυχή σου για Εκείνον,
για εμάς…
Επιχειρώ να καταλάβω
κι έκθαμβη μένω.

                                                                                                         Ειρήνη, Πρωτομαγιά 2018