Ο π. Αλέξανδρος και το ημερολόγιό του



Του Σωτηρίου Ν. Κόλλια

Υπάρχουν κάποια βιβλία τα οποία διεισδύουν με μια πρωτόγνωρη ορμή στο μυαλό και στην καρδιά του αναγνώστη. Υπάρχουν βιβλία που όσο ογκώδη κι αν είναι εύχεσαι να μην τελείωναν ποτέ. Υπάρχουν βιβλία που δεν σταματάς να υπογραμμίζεις τα σημεία που σου έκαναν εντύπωση. Σπάνια συναντάς τέτοια βιβλία, αλλά δόξα τω Θεώ υπάρχουν.
Ο Αμερικανός, με ρώσικη καταγωγή, πρωτοπρεσβύτερος Αλέξανδρος Σμέμαν (1921-1983) θεωρείται ως ένας από τους σημαντικότερους Ορθόδοξους θεολόγους του 20ου αιώνα. Τα βιβλία και κείμενά του βρίθουν από διδασκαλίες βαθιάς θεολογίας και πνευματικότητας. Αν και έχω μελετήσει τα περισσότερα γραπτά του ποτέ δεν είχα διαβάσει το «Ημερολόγιό» του, το οποίο κατέστη μία πραγματική αποκάλυψη για τον άνθρωπο Σμέμαν. Ο π. Αλέξανδρος την τελευταία δεκαετία της ζωής του (1973-1983) έγραφε συστηματικά στο ημερολόγιό του τις σκέψεις του, τα μύχια της ψυχής του, τους προβληματισμούς του, την ανησυχία του και τους αγώνες του σχετικά με την πίστη, την Ορθοδοξία, την Εκκλησία και πάνω από όλα για την Ευχαριστία. Κατά ομολογία της συζύγου του, έγραφε το ημερολόγιό του για να γνωρίσει καλύτερα τον εαυτό του. Το ημερολόγιο αυτό βρέθηκε μετά το θάνατό του σε οκτώ τετράδια από τους συνεργάτες του στο γραφείο του στο Θεολογικό Σεμινάριο του Αγίου Βλαδίμηρου στη Νέα Υόρκη, του οποίου υπήρξε Καθηγητής και Πρύτανης. Παρόλο που ο π. Αλέξανδρος ποτέ δεν είχε την επιθυμία να εκδοθεί το ημερολόγιό του, καθότι σε αυτό καταθέτει τις πιο προσωπικές σκέψεις της ζωής του, ο πλούτος των νοημάτων που περιέχονται σε αυτό, οδήγησαν τους συνεργάτες του, σε συνεννόηση με την οικογένειά του, στην απόφαση να εκδοθεί.
Μέσα από το μυαλό και την κριτική ματιά του π. Αλέξανδρου ζούμε όλα τα ιστορικά συμβάντα των δεκαετιών του ᾽70 και ᾽80: Την αναρρίχηση του Ρήγκαν στην προεδρία των Η.Π.Α., τα κομμουνιστικά καθεστώτα στην Ευρώπη, τους προβληματισμούς του για τον σοσιαλισμό, την ομηρία αμερικανών διπλωματών στο Ιράν του Χομεϊνί, την σύγκρουση των Φώκλαντ μεταξύ Αγγλίας και Αργεντινής, τη φιλία του με τον νομπελίστα λογοτέχνη Αλέξανδρο Σολζενίτσιν και τον επίσκοπο Κάλλιστο Ware, τη συνάντησή του με τον Πάπα στη Ρώμη, τις σχέσεις με τους συνεργάτες του π. Γεώργιο Φλωρόφσκυ και π. Ιωάννη Μέγιεντορφ, τους αγώνες του για την ίδρυση της Αυτοκέφαλης Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αμερικής κ.α.
Αυτό όμως που κάνει κυρίως εντύπωση μέσα από το ημερολόγιό του είναι η στάση ζωής του. Συνήθως όταν διαβάζουμε τη διδασκαλία θεολόγων –καθηγητών και επιστημόνων– είναι λογικό τα κείμενά τους να είναι καλοδουλεμένα, μελετημένα, επιστημονικά άρτια, διορθωμένα από τρίτους, με τις κατάλληλες παραπομπές σε έργα Πατέρων της Εκκλησίας ή την Αγία Γραφή, παραθέτοντας στο τέλος την αντίστοιχη βιβλιογραφία. Ο αναγνώστης ξαφνιάζεται όμως όταν διαβάζει μία αυθεντική, βιωμένη και εμπειρική θεολογία που δεν είχε σκοπό, καθώς γραφόταν, να διδάξει κανέναν, παρά μόνο να εκφράσει τους προβληματισμούς και τις αγωνίες ενός αληθινού χριστιανού κάνοντας αποκλειστικά και μόνο την αυτοκριτική του. Διαβάζοντας κανείς αυτό το καταπληκτικό βιβλίο, γίνεται μάρτυρας των βαθύτερων σκέψεων ενός ανθρώπου που με γνησιότητα αναζητούσε μέχρι το τέλος της ζωής του την αλήθεια, την οποία εντόπιζε μόνο στο πρόσωπο του Χριστού. Μέσα από τα προσωπικά γραπτά του γίνεται σαφές πόσο βαθιά ριζωμένη υπήρξε αυτή η σχέση μαζί Του. Από Αυτόν πήγαζε όλη του η αγάπη και αγωνία για τους ανθρώπους και την Εκκλησία. Από τη σχέση του με Αυτόν όλα λάμβαναν μία ευχαριστιακή προοπτική. Γράφει: «Ο λόγος που υπάρχει η Εκκλησία είναι για να αποκαλύπτει ακριβώς αυτή τη διαφορετική διάσταση» (σ. 29).
Αυτό που διαφαίνεται ήδη από τις πρώτες σελίδες του βιβλίου είναι ο ευχαριστιακός τρόπος ζωής του. Θα μπορούσαμε με βεβαιότητα να πούμε ότι ο Σμέμαν υπήρξε ο θεολόγος της Χαράς και της Ευχαριστίας καθώς δεν υπάρχει ούτε μία καταγραφή ημέρας στο ημερολόγιό του που να μην νοιώθει –ό,τι και να συνέβαινε– την απόλυτη και βέβαιη παρουσία του Χριστού στη ζωή του με αποτέλεσμα να χαίρεται για οτιδήποτε, έστω και για το πιο απλό. Είτε σε κοινές οικογενειακές στιγμές: «Δεν μπορούσαμε να καθίσουμε στο σπίτι μια τέτοια μέρα με τόσο φως, τέτοιο γαλάζιο χρώμα, τέτοια χαρά. Πνίγομαι από μακάρια χαρά» (σ. 34). Είτε στη θεία Λατρεία: «Χαρά! Το σημερινό αποστολικό ανάγνωσμα “Χαίρετε και πάλιν ερώ χαίρετε”. Η γιορτή της Βασιλείας του Θεού» (σ. 35). Είτε στον πόνο και τον θάνατο: «Στην ευτυχία, στην γνήσια ευτυχία, αισθανόμαστε την παρουσία της αιωνιότητας στην καρδιά μας έτσι ώστε η ευτυχία να ανοίγεται στον θάνατο» (σ. 65). Είτε στην προσμονή για το επέκεινα: «Μετράς τις μέρες μέχρι το Πάσχα, κατόπιν μέχρι το τέλος του σχολικού έτους, και μετά η ευλογημένη αναχώρηση για τις διακοπές. Να μπορούσαμε μόνο να μετρούσαμε τις μέρες με την ίδια ανυπομονησία, ελπίδα και αναμονή μέχρι την ανέσπερη ημέρα» (σ. 35).
Αυτή τη ζωντανή και δυναμική στάση του τη στήριζε στην πνευματική του εμπειρία και αναζήτηση μέσω της εμπιστοσύνης ως παράδοσης άνευ όρων στον Χριστό. Στα συμβάντα της ζωής του έδινε πνευματικό νόημα με αποτέλεσμα να ευγνωμονεί αδιάκοπα, καθώς έβλεπε πίσω από όλα την ομορφιά της Βασιλείας του Θεού, κάτι για το οποίο μιλούσε διαρκώς. Αναφέρει χαρακτηριστικά: «Χτες πήγα στη Βαλτιμόρη για μια ομιλία στο πανεπιστημιακό κολλέγιο. Η μέρα φωτεινή – η πρώτη γνήσια ανοιξιάτικη ημέρα! Έφτασα νωρίς και περπάτησα από το σταθμό του τρένου γύρω στα εφτά με οκτώ χιλιόμετρα. Ευχαριστήθηκα τη λιακάδα, την πρωινή ζωή της πόλης, τη μοναξιά μου. Αισθανόμουν ευγνωμοσύνη για το καθετί που έβλεπα» (σ. 491). Η Ευχαριστία στον Θεό ήταν η κύρια αξία πάνω στην οποία είχε βασίσει τα πάντα. Δοξολογούσε και ευχαριστούσε τον Κύριο με μια παιδική απλότητα καθώς έβλεπε σε όλα κάτι όμορφο. Έλεγε: «Τί είναι αυτό που δίνει αγνή χαρά στη ζωή μου; Λοξές ακτίνες του ήλιου τρυπώνουν στην εκκλησία κατά τη διάρκεια της ακολουθίας» (σ. 139). Αναγνώριζε την ομορφιά της δόξας του Θεού όχι μέσω μιας αφελούς ή απλοϊκής σκέψης, αλλά μέσω της αυτογνωσίας και της κριτικής του οπτικής. Αλήθεια πόσο πολύ έχουμε συγκλονιστεί από την ακόλουθη θεώρηση:  «Νιώθω τέτοια ευγνωμοσύνη που, ενώ δεν αξίζουμε τίποτε, δεχόμαστε κάθε χρόνο το δώρο του Πάσχα, δωρεάν!» (σ. 197).  
Αποτέλεσμα αυτής της στάσης ήταν να είναι ευχαριστημένος για όλα και να μη μεμψιμοιρεί για τίποτα. Η τελευταία του καταγραφή στο ημερολόγιο –γνωρίζοντας πως σύντομα θα πεθάνει καθώς είχε όγκο στον εγκέφαλο σε προχωρημένη μορφή– ήταν τον Ιούνιο του 1983, στο οποίο έγραφε ότι στο νοσοκομείο τον επισκέφτηκαν πολλοί φίλοι, συγγενείς, αγαπημένα πρόσωπα. Και ολοκληρώνει με τη φράση: «Τι ευτυχία ήταν όλα αυτά»!
Η επίγεια ζωή του ολοκληρώθηκε τον Δεκέμβριο του 1983 σε ηλικία μόλις 62 ετών, αλλά ζούσε τη ζωή του με τέτοια πληρότητα και ένταση που τελικά καταλαβαίνεις ότι το δώρο της ζωής το αξιοποίησε στο έπακρον όσο λίγοι. Μόλις δύο εβδομάδες πριν είχε τελέσει την τελευταία του Θεία Λειτουργία, την ημέρα της (αμερικάνικης) εορτής των Ευχαριστιών (!).  
Τα τελευταία του λόγια ήταν «Αμήν, Αμήν, Αμήν!». 

ΠΗΓΗ: ΑΝΤΙΦΩΝΟ