Μεγάλη Σαρακοστή στό Ἅγιον Ὄρος. Γαλήνη καί ἡσυχία, οἱ μυρωδιές τῆς ἄνοιξης καί τό ἀπέραντο γαλάζιο νά μαγεύουν τίς αἰσθήσεις, αὔρα τοῦ Αἰγαίου, πράσινο παντοῦ. Κτίρια πού σηματοδοτοῦν ἕναν σπουδαῖο πολιτισμό, μνῆμες ἔνδοξων χρόνων, ζωή χωρίς μέριμνα καί ἄγχος. Καί στίς ἀκολουθίες, κατάνυξη καί τάξη, προσευχή καί στοχασμός.
Εἶναι ἑπόμενο ὁ προσκυνητής νά κάνει συγκρίσεις μέ τήν κατάσταση πού ἐπικρατεῖ σέ κάποιες ἐνορίες τῆς χώρας. Ἀταξία καί φασαρία, κουβεντούλα καί μεγάφωνα πού τρίζουν ἀπό τήν ἔνταση, σπρωξίματα, ἔνταση στήν "οὐρά" καί ἕνα σωρό ἄλλα προβλήματα πού δημιουργοῦν πειρασμούς καί ἐμποδίζουν τήν συμμετοχή στό μυστήριο. Ἀναρωτιέται κανείς τί νά σκέφτεται ἕνας νέος ἄνθρωπος πού ἔνοιωσε τήν ἀνάγκη νά ἐκκλησιαστεῖ κάποια δύσκολη στιγμή τῆς ζωής του καί βρέθηκε σέ μιά τέτοια κατάσταση. Σέ τί πειρασμούς νά μπῆκε καί τί ἐπιπτώσεις εἶχε στήν σχέση του μέ τήν ἐκκλησία. Ἀλλά καί ἐμεῖς οἱ κἀπως πιό "ἐκκλησιαστικοί", πόσες φορές δέν μπαίνουμε σέ πειρασμούς ἀπό ὅσα συμβαίνουν γύρω μας. Καί ἀντί νά προγευτοῦμε τά ἔσχατα, γευόμαστε ἐδῶ καί τώρα τήν... κόλαση τῶν λογισμῶν μας.
Ὁ Ἁγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τά λέει καθαρά: «Ἄν, ἀλήθεια, ὁ Θεός σοῦ ζητήσει λόγο γιά τήν ἀδιαφορία ἤ καί τήν ἀσέβεια πού δείχνεις στίς λατρευτικές συνάξεις, τί θά κάνεις; Νά, τήν ὥρα πού Αὐτός σοῦ μιλάει, ἐσύ, ἀντί νά προσεύχεσαι, ἔχεις πιάσει κουβέντα μέ τόν διπλανό σου γιά πράγματα ἀνώφελα. Καί ὅλα τ’ ἀλλα ἁμαρτήματά μας ἄν παραβλέψει ὁ Θεός, τοῦτο φτάνει γιά νά στερηθοῦμε τήν σωτηρία».
Καί ὁ ἅγιος γέροντας Πορφύριος μιλοῦσε μέ λύπη γιά τήν κατάσταση αὐτή: «Ἡ Ἁγία Τράπεζα εἶναι ἡ φλεγόμενη βάτος. Ἐδῶ κατεβαίνει ὁ Χριστός, τὸ ἅγιο Πνεῦμα παρόν, οἱ ἄγγελοι τριγύρω. Φοβερὸ θέαμα. Καὶ σ' αὐτὸ τὸ θαῦμα μπροστά, νὰ ἀκοῦς τοὺς πιστοὺς νὰ ψιθυρίζουν γιὰ πεζὰ θέματα, νὰ μὴ βιώνουν τὸ μοναδικὸ γεγονός. Ποιὸς λειτουργεῖ, μωρέ; Ὁ παπᾶς μόνος του ἢ ὅλοι - κλῆρος καὶ λαός - μαζί; Γιατί τὴ λέμε «λειτουργία»; Εἶναι ἢ δὲν εἶναι «ἔργο τοῦ λαοῦ»; Ἔ! Ὅπως στέκεται ὁ ἱερέας πρέπει νὰ στέκεται καὶ ὁ πιστός. Συγκεντρωμένος. Ἀπόλυτα παραδομένος στὸ Θεό. Αὐτὴ τὴν ὥρα δὲν εἴμαστε στὴ γῆ. «Οἱ τὰ χερουβεὶμ εἰκονίζοντες» εἴμαστε στὸν οὐρανό, μπροστὰ στὴν Ἁγία Τριάδα. Χωρὶς «βιοτικὴ μέριμνα». Εἴμαστε ὅλοι ἰερουργοί... Πώ, πώ, πώ ! Τί μας ἀξιώνει ὁ Θεὸς νὰ ζοῦμε!
Ἐὰν δὲν τὰ πιστεύουμε, γιατί ἐρχόμαστε στὴν Ἐκκλησία; Ποιὸν κοροϊδεύουμε; Πιὸ συνεπεῖς εἶναι αὐτοὶ ποὺ δὲν μπαίνουν στὸ ναό. Πηγαίνεις σὲ συναυλίες μουσικης; Ἄκουσες κανένα νὰ κουβεντιάζει ἐκεῖ; Ὅλοι εἶναι σιωπηλοί. Νὰ μὴ διακόψουν τὸ ἔργο. Ἔ! Ποιό ἔχει μεγαλύτερη ἀξία; Οἱ ἤχοι τῆς μουσικῆς, ποὺ πράγματι ξεκουράζουν, ἢ ἡ «βοή» τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ποὺ σώζει»;
ἕνας προσκυνητής...