Ὁ Λεωνῆς ὅρμησε ἀσυγκράτητα καί, χωρίς να ζητήσει ἀπό κανέναν τήν ἄδεια, ἀνέβηκε τό σκαλί τοῦ (Δεσποτικοῦ) θρόνου. Ἕνα σούσουρο συμπαθητικῆς ἀπορίας σκορπίστηκε ἕνα γύρω. Κατόπι, ἀμέσως, μιά ἀπόλυτη σιωπή. Ἡ φωνή του ἀκούστηκε, ἠχερή, σχεδόν ἐρεθισμένη:
Να τόνε συμπαθήσουν, εἶπε, οἱ συνάδελφοί τοῦ Μεγαλοχωριοῦ, πού ἀνέβηκε νά μιλήσει χωρίς τήν ἄδεια τους. Νά τόνε συχωρέσει κι ὁ Μητροπολίτης κ' ἡ Προσφυγική Ἔνωση. Ὅμως νομίζει πώς ὁ συνάδελφος πού μίλησε πρίν, δέν μπόρεσε ἴσως νά ἐκφράσει ὁλότελα κεῖνα πού ἤθελε νά πεῖ σέ τούτη τή συγκινητική περίσταση. Πιστεύει ἀκόμα πώς μέσα στό ναό του Θεοῦ τῆς Ἀλήθειας καί τῆς Ἀγάπης ἔχουνε θέση μόνο τά λόγια τῆς Ἀλήθειας καί τῆς Ἀγάπης. Καί μπροστά στίς ὀγδοντατρεῖς μικρές φλόγες, πού ἀντιπροσωπεύουν τήν παρουσία ἀνάμεσό τους τῶν ὀγδοντατριῶν σκοτωμένων, μόνο ἡ Ἀλήθεια κ' ἡ Ἀγάπη ἔχει τό λόγο. Καί λοιπόν εἶναι καιρός να ψάξουμε πίσω ἀπό τίς λέξεις ἄν θέλουμε νά βροῦμε τήν Ἀλήθεια καί τήν Ἀγάπη.
...Εἶναι λάθος, λέει, μεγάλο λάθος, πώς οἱ σκοτωμένοι γυρεύουν για ν' ἀπολυτρωθοῦνε νέες ἀνθρωποσφαγές, νέα φονικά, νέες ἀτιμώσεις γυναικῶν, νέες θηριωδίες. Ὄχι... Οἱ νεκροί εἶναι πιά μέσα στήν οὐσία τοῦ Θείου. Εἶναι χωρίς πάθη καί χωρίς φανατισμούς. Μαζί μέ τή σάρκα τους γδύθηκαν ὅλες τίς χτηνωδίες της. Οἱ νεκροί δέν πίνουν αἶμα. Πολύ περισσότερο δέν πίνουν τό αἶμα τῶν συναδέρφων τους. Κάθε νέος πόλεμος δέν εἶναι γιά νά φέρει καμιά ξόφληση. Ἀνοίγει μονάχα νέες μερίδες γιά ξόφληση. Ἄν οἱ σκοτωμένοι μας μποροῦσαν ἐτούτη τή στιγμή νά μιλήσουν, τά χλομά τους χείλη θά σάλευαν μονάχα πάνω στό μεγάλο λόγο τοῦ Χριστοῦ: «Ἀγαπᾶτε... Εἰρήνη ὑμῖν...».
Θά λέγανε: « Εἶστε οἱ πολλοί. Κάντε τήν ἀγάπη νόμο καί βάλτε τη νά σᾶς κυβερνήσει. Μόλις τό θελήσετε θά γίνει.»