Ἐάν ἀγαπῶμεν ἀλλήλους, ὁ Θεός ἐν ἡμῖν μένει καί ἡ ἀγάπη αὐτοῦ τετελειωμένη ἐστίν ἐν ἡμῖν (Ἰωαν. Α΄ ἐπιστ. 4, 12).
Ἡ ἀγάπη φέρει τόν Θεό μέσα στήν ψυχή, ὥστε πάντα ζεῖ ἐν Αὐτῷ καί μ' αὐτόν τόν τρόπο βλέπει τόν Θεό, πού κατά τά ἄλλα εἶναι ἀόρατος. Ὁ Θεός διά τῆς ἀγάπης ἔγινε ἄνθρωπος, ἐνσαρκώθηκε. Ἔτσι καί ὁ ἄνθρωπος διά τῆς ἀγάπης θεοῦται, θεοποιεῖται, γίνεται «θεός κατά χάριν». Ὁ ἀόρατος Θεός διά τῆς ἀγάπης γίνεται ἁπτός, ὁρατός. Ἐπειδή ἡ θεϊκή ἀγάπη εἶναι σαρκοποιητικη δύναμη μεταφέρει καί ἐνσαρκώνει τόν ἀγαπῶντα μέσα στόν ἀγαπώμενο. Οἱ ζωές τους ἐνώνονται σέ μία ζωή, οἱ ψυχές τους σέ μία ψυχή, οἱ καρδιές τους σέ μία καρδιά. Καί ἐκεῖνοι αἰσθάνονται τόν ἐαυτό τους ὡς ἕνα, ἄν καί παραμένουν δύο ξεχωριστά πρόσωπα. Αὐτό ἰσχύει γιά ὅλα τά μέλη τῆς Ἐκκληοίας. Μέ τήν ἀλληλοαγάπη ζοῦν ὁ ἕνας στόν ἄλλον, ὁ ἕνας σέ ὅλους καί ὅλοι σέ ἕναν κατά τόν ἴδιο τρόπο σκέπτονται, αἰσθάνονται καί πράττουν συλλογικά, «σύν πᾶσι τοῖς ἁγίοις»(Ἐφ γ΄18). Εἶναι ἐκεῖνο πού εἰπώθηκε στίς Πράξεις: « Τοῦ δέ πλήθους τῶν πιστευσάντων ἦν ἡ καρδία καί ἡ ψυχή μία... ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά».
Βιώνοντας τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἄνθρωπος ἐγκαθιστᾶ τόν Θεό στήν ψυχή του, ζεῖ μ' Αὐτόν, σκέπτεται μ' Αὐτόν, αἰσθάνεται μ' Αὐτόν, πράττει μ' Αὐτόν μέ μία λέξη: «ὁ Θεός ἐν αὐτῷ μένει». Ὡς ἐκ τούτου ὁ Θεός γι' αὐτόν εἶναι τό πιό ἄμεσο βίωμα, ἡ πιο ἄμεση πραγματικότητα, ἡ πιό ὀφθαλμοφανῆς δοκιμή, ἡ πιό ἔμπρακτη ἐμπειρία. Καί ὅταν ὁ Θεός μένει στόν ἄνθρωπο τελειοποιεῖ καί τήν ἀγάπη τοῦ ἀνθρώπου. Ἐπειδή ἐξ Αὐτοῦ βαθμιαία ξεχύνεται στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου ἡ θεϊκή ἀγάπη, αὐξάνεται σέ ὁλο καί πιό τέλεια ἀγάπη μέσω τῶν ὑπολοίπων ἁγίων ἀρετῶν, ἔως τελικά νά «ἀγαποποιήσει» ὅλο τό «εἶναι» του. Κι ἐκεῖνο τότε δέν γνωρίζει ὅριο στήν ἀγάπη, ἐπειδή «ὁ Θεός ἀγάπη ἐστίν », γι' αὐτό ἡ θεϊκή ἀγάπη καί δέν ἔχει ὅρια.
π. Ἰουστῖνος Πόποβιτς, Ἐρμηνεῖα ἐπιστολῶν Ἁγ. Ἰωάννου Θεολόγου, ἐκδ. Ἐν πλῷ.