Εἶναι τό λοιπόν τόσο παράξενο νά βλέπεις ξαπλωμένος ἀνάσκελα τόν οὐρανό σάν ἔχει ὅλα τά ματάκια του ἀνοιγμένα. Βρίσκεσαι μέ τόν Θεό «ἐνώπιος ἐνωπίῳ, πρόσωπον πρός πρόσωπον». Οἱ πεθαμένοι δέ θά χαροῦν ποτές τους πιά τούτη τή θεϊκή νύχτα, πού μέ κοιτάζει μέ ὅλα της τ' ἄστρα και μέ φωνάζει μέ τίς φωνές τῶν τριζονιῶν. Μήπως εἶναι οἱ φωνές τῶν πεθαμένων παλικαριῶν πού βγαίνουν ἔτσι παραπονιάρικα ἀπό τά ἔγκατα τῆς γῆς μαζί μέ τίς ρίζες καί μέ τά φύτρα ;
Συλλογιέμαι: Τόσα μιλιούνια χρόνια τώρα γεννιούνται τούτα τά ζουζούνια, τραγουδᾶν ὅλα μαζί κάθε νύχτα, καί πρίν πεθάνουν παραδίνουν τά μαντολινάκια τους στά παιδιά τους γιά νά κάνουν τό ἴδιο. Αὐτό εἰς αἰώνας αἰώνων. Θάρθει, λέω, μιά νύχτα πού θά' ναι πιά πολύ γριά ἡ γῆς. Ὅλοι τούτοι οἱ ἄνθρωποι, πού' ναι νά σαστίσεις μέ τή μεγαλοφυία τους, ὅλοι τοῦτοι πού κάθουνται καί σκαρφίζουνται τίς τορπίλες καί τ' ἀεροπλάνα, θά' ναι ψιλοκοσκινισμένο χῶμα. Κι ἡ ἀνθρωπότητα θά ναι πιά ἕνας θρῦλος, ἕνα κακό ὄνειρο πού διάβηκε καί πάει. Θά τό ἀναθυμιοῦνται μόνο πάπου πρός πάπου καί θά τ' ἀνιστοροῦν στούς ἀπογόνους τῶν τ' ἀρχαία δέντρα, σάν θά παίρνει νά φυσᾶ τ' ἀγέρι καί θ' ἀρχίζουν οἱ φυλλωσιές νά ψιθυρίζουν θυμητικά.
Ὡστόσο καί κείνη τή νύχτα τά μικρά τριζόνια θά βγοῦνε νά τραγουδήσουν ὅλα μαζί κάτω ἀπό τ' ἀμέτρητα ἀστέρια τοῦτον τόν ἴδιο σκοπό. Κι ὁ οὐρανός θ' ἀνθίσει πάλι ὅλες τίς ἀσημένιες μαργαρίτες του καί θά σκύψει ν' ἀφουγκραστεῖ τά κρουσταλλένια μαντολινάκια. Καί παντοῦ θ' ἀπλώνεται τό ἴδιο παγωμένο μυστήριο. Τά νέα δάση θά βουΐζουν δίχως νά πάρουν εἴδηση πώς δέν ὑπάρχουν πιά ποιητές γιά νά ριμάρουν τή βουή τους καί στρατιῶτες νά τά κόψουν παλούκια γιά συρματοπλέγματα. Κ' οἱ θάλασσες θά δέρνουν τίς ἀδάμαστες ἀχτές καί θά πηδᾶν ὁλοένα πάνω ἀπό τίς ἀντάρτισσες ξέρες, δίχως ναά πολυσκοτίζουνται γιά κεῖνο το ξιππασμένο ζωντόβολο, πού μιά φορά κ' ἕναν καιρό πίστεψε στ' ἀλήθεια πώς ὁλα τά ἐξαίσια ἔργα καί κινήματα τοῦ Θεοῦ γίνονταν γιά τή ζαχαρένια του. Ὡστόσο σκοτώνουμε καί ξεκοιλιάζουμε ἐν τῷ μεταξύ γιά τήν «ἐλευθερία τῶν λαῶν ».
Πᾶνε ρώτα ἕναν Ἰντιάνο, ἕναν Κινέζο. Ὅλοι αὐτοί οἱ σκλάβοι θά σοῦ ποῦν μ' ἕνα στόμα πώς πολεμᾶν γιά τήν « ἐλευθερία τῶν λαῶν ». Κανένας τους δέ λέει νά πολεμήσει μιά σταλιά καί γιά τή δικιά του τή λευτεριά, π' ἀνάθεμά την !