«Ἡ άγάπη τοῦ Θεοῦ» ζεῖ στόν ἄνθρωπο καί δρᾶ μέσα του καί γύρω ἀπ' αὐτόν διά τῶν ὑπολοίπων θεϊκών ἀρετῶν καί τῶν Ἁγίων δυνάμεων. Μέσα ἀπ' αὐτές ἐμφανίζεται, πραγματώνεται, συγκεκριμενοποιεῖται· εἶναι τά ἔργα της, οἱ μαρτυρίες της, ἡ ἀληθινότητά της. Ὡς προός αὐτήν τήν θεανθρώπινη δραστηριότητά της καί ἀληθινότητά της ἐκείνη διακρίνεται ἀπό τίς ὑπόλοιπες ἐπονομαζόμενες ἀγάπες, ψευδοαγάπες: τίς ἀφηρημένες, τίς πρόσκαιρες, τίς φαντασμένες, τίς οὐμανιστικές, τίς ἀνθρωποειδεῖς. Ἡ ἀγάπη εἶναι ἀληθινή, ὅταν πράττει γιά τούς ἀδελφούς ὅλα τά εὐαγγελικά ἔργα: τήν δικαιοσύνη, τήν ἐλεημοσύνη, την προσευχή κλπ. Αὐτά εἶναι τά χνάρια της, τά σημάδια τῆς ἰδιαιτερότητάς της, ἡ ζωή της.
Ἡ Θεία Ἀλήθεια εἶναι ψυχή τῆς Θείας ἀγάπης· καί σ' αὐτήν ὑπάρχουν ὅλες οἱ θεῖες τελειότητες. Αὐτό εἶναι ἐκεῖνο πού πράγματι παρηγορεῖ τήν ἀνθρώπινη καρδιά, πού ἀγαπᾶ καί θυσιάζεται γιά τούς ἀδελφούς. Ἐπειδή ὅλες αὐτές οἱ θεϊκές τελειότητες μέσα ἀπό τίς θεϊκές δυνάμεις ἀναπτύσσουν, πλουτίζουν, ἀπεγκλωβίζουν τήν ἀνθρώπινη αἴσθηση τῆς προσωπικῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς καθώς καί τήν αἴσθηση τῆς ἀθανασίας καί τῆς αἰώνιας ζωῆς τῶν ἀδελφῶν.