ΑΝ ΕΙΜΑΙ ΜΗΔΕΝ, ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ ΓΙΑΤΙ Μ' ΕΠΛΑΣΕΣ;


Καί πάλι ἕνα ποίημα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου, τοῦ τόσο εὐαίσθητου αὐτοῦ φίλου τοῦ Θεοῦ. Δέστε πώς βίωνε τόν πόνο του, πληγωμένος ὄχι ἀπό τούς αἱρετικούς πού τόσο τόν πολέμησαν, ἀλλά ἀπό τούς ὁμόδοξούς του ἐπισκόπους καί τούς ὀπαδούς τους. Τόση εὐαισθησία, τόση κατά Θεόν ἀπελπισία, τόση Χάρις...

Τό ξέρω, δυό φορες μ
᾿ ἀπολακτίσατε.
Ἄν δίκαια, ὁ θεός νά σᾶς συγχωρέσει·
Ἄν ἄδικα, πάλι ὁ θεός νά συγχωρέσει.
Κατηγορία βαριά ἀκόμη κι ἔτσι δέν θά σᾶς προσάψω.
Πλήν ἔχω ἐξαντληθεί, ποθῶ τό τέλος τῶν δεινῶν.
Ἀπ' ὅλα τά παρόντα κορεσμένος,
Πλούτη καί φτώχεια, ἐχθρούς καί φίλους.

Τά ἀπόντα ἐκείνα εὐχή μου ν᾿ ἀπολαύσω.
Ἀκροτελεύτιος λόγος. Τόν τολμῶ κι ἄκου τήν σκέψη:

Ἄν εἶμαι ἕνα μηδέν, Χριστέ μου, γιατί μ
᾿ ἔπλασες;
Κι ἄν κάτι ἀξίζω, γιατί οἱ τόσες περιπέτειες;