Νά πάλι κα Ρεπούση μας που μᾶς ἔπιασε τό πατριωτικό μας, ἀλλά πώς νά τό κάνουμε, ἔχουμε καί γερή μνήμη. Γιατί ο Νικήτας Σταματελόπουλος, ο επονομαζόμενος Νικηταράς, δεν ήταν απλώς ένας αγωνιστής που του χρωστάμε πολλά εμείς οι αχάριστοι κληρονόμοι του Νεοελληνικού κρατιδίου (Δερβενάκια, Μάχη του Βαλτετσίου, άλωση Τριπολιτσάς κ.α.). Ήταν και ένας ωραίος ιδιόρρυθμος άνθρωπος, αφιλοκερδής και θυμόσοφος.
Βγήκε πάμπτωχος από την επανάσταση και μισότυφλος ζούσε περιμένοντας κάποια τιμητική σύνταξη. Αντ' αυτής, το 1839 κλείστηκε στην φυλακή τις Αίγινας, απ΄όπου βγήκε με παρέμβαση του Μακρυγιάννη. Την σύνταξη την πήρε τελικά λίγο πριν πεθάνει, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849. Κατά την επιθυμία του, ενταφιάσθηκε δίπλα στον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α' Κοιμητήριο των Αθηνών.
Παραθέτουμε εδώ ένα περιστατικό (εν περιλήψει) από την ζωή του. Για περισσότερα, στο εξαιρετικό πόνημα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ "ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ", εκδ. ΕΣΤΙΑ.
Μετά τη μάχη της Κλεισούρας, στο Αγιονόρι στις 28 Ιουλίου 1822, δυό μέρες μετά τα Δερβενάκια, όλοι οι καπεταναίοι και τα πεινασμένα γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά, έπεσαν με βουλιμία στη διανομή και αρπαγή λαφύρων. Μόνο ένας δεν άπλωσε το χέρι του, δεν καταδέχτηκε να πάρει τίποτα από τα πλούσια λάφυρα, ο Νικηταράς, ο πρωτεργάτης της νίκης. Με φτάνει είπε, η Ελευθερία της Πατρίδας. Οι στρατιώτες του με κόπο κατάφεραν να πάρει σαν ενθύμιο ένα διαμαντοστόλιστο σπαθί και ένα άλογο.
Αλλά και αυτά δεν τα κράτησε για τον εαυτό του. Το σπαθί το δώρησε αργότερα στον έρανο που έκανε η Πελοποννησιακή Γερουσία (ευτυχώς αρνήθηκαν και του το επέστρεψαν), το δε άλογο που ήταν μάλιστα και κολοβό, το χάρισε στον Τσοπανάκο για να μπορεί ν’ ακολουθεί έφιππος τα παλικάρια στις μάχες. Ο φτωχός Τσοπανάκος ευχαρίστησε τον Νικηταρά με το ακόλουθο σατιρικό τετράστιχο:
Το δώρο σου Νικηταρά
Είν’ άλογο χωρίς ουρά
ή μου στέλνεις το κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι.
Βγήκε πάμπτωχος από την επανάσταση και μισότυφλος ζούσε περιμένοντας κάποια τιμητική σύνταξη. Αντ' αυτής, το 1839 κλείστηκε στην φυλακή τις Αίγινας, απ΄όπου βγήκε με παρέμβαση του Μακρυγιάννη. Την σύνταξη την πήρε τελικά λίγο πριν πεθάνει, στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849. Κατά την επιθυμία του, ενταφιάσθηκε δίπλα στον θείο του Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, στο Α' Κοιμητήριο των Αθηνών.
Παραθέτουμε εδώ ένα περιστατικό (εν περιλήψει) από την ζωή του. Για περισσότερα, στο εξαιρετικό πόνημα του ΔΗΜΗΤΡΗ ΣΤΑΜΕΛΟΥ "ΝΙΚΗΤΑΡΑΣ", εκδ. ΕΣΤΙΑ.
Μετά τη μάχη της Κλεισούρας, στο Αγιονόρι στις 28 Ιουλίου 1822, δυό μέρες μετά τα Δερβενάκια, όλοι οι καπεταναίοι και τα πεινασμένα γυναικόπαιδα από τα γύρω χωριά, έπεσαν με βουλιμία στη διανομή και αρπαγή λαφύρων. Μόνο ένας δεν άπλωσε το χέρι του, δεν καταδέχτηκε να πάρει τίποτα από τα πλούσια λάφυρα, ο Νικηταράς, ο πρωτεργάτης της νίκης. Με φτάνει είπε, η Ελευθερία της Πατρίδας. Οι στρατιώτες του με κόπο κατάφεραν να πάρει σαν ενθύμιο ένα διαμαντοστόλιστο σπαθί και ένα άλογο.
Αλλά και αυτά δεν τα κράτησε για τον εαυτό του. Το σπαθί το δώρησε αργότερα στον έρανο που έκανε η Πελοποννησιακή Γερουσία (ευτυχώς αρνήθηκαν και του το επέστρεψαν), το δε άλογο που ήταν μάλιστα και κολοβό, το χάρισε στον Τσοπανάκο για να μπορεί ν’ ακολουθεί έφιππος τα παλικάρια στις μάχες. Ο φτωχός Τσοπανάκος ευχαρίστησε τον Νικηταρά με το ακόλουθο σατιρικό τετράστιχο:
Το δώρο σου Νικηταρά
Είν’ άλογο χωρίς ουρά
ή μου στέλνεις το κριθάρι
ή σου στέλνω το τομάρι.