Ταυτόχρονα, εἴτε τό θέλουμε, εἴτε ὄχι, ἡ πατρίδα μας γέμισε ἀπό μετανάστες πού ἦρθαν γιά νά μείνουν καί πού πιστεύουν στίς δικές τους θρησκείες. Ἁργά ἡ γρήγορα, θά γίνει ὁ διαχωρισμός Κράτους καί Ἐκκλησίας καί ἐμεῖς θά πρέπει νά ἀποδεχτοῦμε (παρά τά ὅποια προνόμια πού σίγουρα θά ἔχουμε), ὅτι θά εἴμαστε μιά ὁμολογία ἀνάμεσα στίς ἄλλες.
Ἕνα ἐπιτακτικό ἐρώτημα παρουσιάζεται σέ ὅλους ἐμᾶς πού θέλουμε νά λεγόμαστε Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί. Εἴμαστε ἰκανοί νά ἀποδεχτοῦμε τή νέα πραγματικότητα καί νά προσπαθήσουμε νά ἐπανευαγγελίσουμε τούς ἀδελφούς μας, ὄχι μέ τό δάχτυλο σηκωμένο, ἀλλά μέ τήν στάση τῆς ζωῆς μας καί μέ τό φρόνημα τῶν Ἀποστόλων; Εἴμαστε ἔτοιμοι νά διαλεχθοῦμε μέ τούς ἄλλους καί νά βροῦμε τήν γλῶσσα ἐκείνη πού θά συγκινεῖ τούς νέους ἀνθρώπους; Εἴμαστε ἔτοιμοι νά ἀφήσουμε τίς (ψευδο) βεβαιότητές μας καί νά μιλᾶμε ὄχι σάν δικαστές, ἀλλά ὡς ἀλιεῖς ψυχῶν, ἔτοιμοι νά γίνουμε «τοῖς πᾶσιν τά πάντα», γιά νά ζήσει ὁ κόσμος;
(συνεχίζεται...)