Χριστούγεννα και Πρωτοχρονιά, μέρες γιορτής, μέρες χαράς. Γέμισαν με φώτα και στολίδια οι δρόμοι της πόλης και τα σπίτια μας, ξεχυθήκαμε στα μαγαζιά να αγοράσουμε δώρα για μας και τούς δικούς μας, κλείσαμε θέσεις σε εστιατόρια και θέατρα, παίξαμε χαρτιά "για το καλό", φάγαμε γαλοπούλες και άλλα καλούδια, ήπιαμε μέχρι να έρθουμε στο κέφι, και καθώς ο λαμπερός δημοσιογράφος από την τηλεόραση μίλαγε για το "Πνεύμα των Χριστουγέννων!" ευχηθήκαμε χαμογελώντας : "ευτυχία, χαρά, υγεία, ειρήνη για όλο τον κόσμο, χρόνια πολλά", χωρίς δυστυχώς να ξέρουμε ποιος θα πραγματοποιήσει όλες αυτές τις ευχές...
Γιατί όμως τώρα που τελείωσαν οι γιορτές νοιώθουμε αυτό το κενό στην ψυχή μας; Γιατί δεν πιστεύουμε στις ευχές που εθιμοτυπικά ανταλλάσσουμε κάθε χρόνο; Γιατί όταν επιστρέφουμε στις δουλειές μας τον Ιανουάριο είμαστε συνήθως θλιμμένοι; Γιατί αυξάνονται οι αυτοκτονίες και οι καταθλίψεις την περίοδο αυτή; Πόσοι από μας δεν βρεθήκαμε κάποια στιγμή της ζωής μας να κλαίμε τέτοιες μέρες; Που χάθηκε εκείνη η χαρά που νοιώθαμε όταν είμαστε παιδιά, τι έγινε αυτή η ατμόσφαιρα που μας περιγράφουν οι παλιοί, που είναι εκείνη η μυσταγωγία που διαβάζουμε σε διηγήματα σαν του Παπαδιαμάντη;
Χάσαμε το νόημα της γιορτής και έμειναν τα στολίδια. Ξεχάσαμε την Τεσσαρακοστή και την νηστεία της που μας προετοιμάζουν για τα Χριστούγεννα και περιμένουμε απλώς μερικές μέρες ξεκούρασης, κοιτώντας ανυπόμονα τα ημερολόγιά μας, κι ύστερα παραπονιόμαστε πως δεν καταλάβαμε πότε έφτασαν και πότε πέρασαν τα Χριστούγεννα. Στην Εκκλησία λίγοι πάμε, αφού συνήθως ξενυχτάμε για να "ξεφαντώσουμε". Βγάλαμε τον Θεό στην άκρη και ζούμε την γιορτή των εμπόρων, όπως συνέβη και στους δυτικούς αδελφούς μας εδώ και δεκαετίες. Το ενδιαφέρον μας περιορίστηκε στο που θα πάμε, τι θα φάμε και τι θα καταναλώσουμε, ξεχνώντας την δυστυχία και την φτώχεια που υπάρχει δίπλα μας. Ξεχάσαμε την γέννηση του Χριστού και το μήνυμα που φέρνει στην χλωμή ζωή μας και χάσαμε την ελπίδα. Έλληνες εμείς, με νωπές τις Μικρασιατικές μνήμες μας, ξεχάσαμε τον υπέροχο Άγιο Βασίλειο από την Καισάρεια που ο βίος του προτρέπει στην σοφία, στην Αγιότητα και στην ελεημοσύνη, και περιφέρουμε σε κούκλες και κάρτες τον αμφιβόλου προελεύσεως παχουλό Σαντα Κλάους, προστάτη των δώρων!
Το γεγονός ότι εξ αιτίας της άπειρης αγάπης Του ο Θεός προσέλαβε την ανθρώπινη φύση για να σωθεί το ανθρώπινο γένος, μας φαίνεται πλέον αδιάφορο σα να πρόκειται για ένα παλιό παραμύθι που ξεχάστηκε. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε το ότι μιλάμε για ένα γεγονός πραγματικό, το οποίο έγινε σε συγκεκριμένη ιστορική στιγμή και το οποίο καλούμεθα να βιώσουμε μέσα από την λατρεία της Εκκλησίας μας, να κάνουμε πίστη καρδιακή το ότι "Αυτός ενηνθρώπησεν ίνα εμείς θεοποιηθώμεν" (Μ. Αθανάσιος), να εγκεντρίσουμε το Νοημα της Σαρκώσεως στην δική μας ζωη. Αν ο Άχρονος και Αχώρητος και Άσαρκος Χριστός ο Θεός δεν σαρκώθηκε ασπόρως από την Παρθένο Μαρία, τότε δεν υπάρχει καμμία ελπίδα ούτε για μας τούς ίδιους, ούτε για όλη την ανθρωπότητα. Αν δεν γεννήθηκε ο Χριστός, τότε ίσως δεν υπάρχει νόημα να μιλάμε καθόλου για Θεο. Τι να τον κάνουμε ένα Θεό απόμακρο, χωρίς πρόσωπο, χωρίς Λόγο, χωρίς παράδειγμα;
Ας παρακαλέσουμε λοιπόν τον Θεό Λόγο να μας επισκεφθεί μυστικά και να πληρώσει με χαρά, ελπίδα, πίστη και αγάπη την ύπαρξή μας, για να κατανοήσουμε με τρόπο υπέρλογο το μυστήριο της Σαρκώσεως, να μας αναγεννήσει πνευματικά και στη συνέχεια να πορευτούμε μαζί Του προς το Παθος και την Ανάστασή Του. Ας καταλάβουμε επιτέλους ότι " ζωή χωρίς Χριστό δεν είναι ζωή ", και ας σπεύσουμε να δοξολογήσουμε μαζί με τούς Αγγέλους και τούς Ποιμένες: εξανέτειλε γαρ φως τοις εσκοτισμένοις και ταπεινούς ύψωσε, τούς αγγελικώς μελωδούντας· Δόξα εν υψίστοις Θεώ.
π. Χ. Μ.