Ο Γιώργος Σεφέρης (πραγματικό όνομα Γιώργος Σεφεριάδης) γεννήθηκε στις 29 Φεβρουαρίου του 1900 στην Σμύρνη της Μικράς Ασίας. Γιος του Στυλιανού Σεφεριάδη, διακεκριμένου ακαδημαϊκού και καθηγητή του Διεθνούς Δικαίου στη Νομική Σχολή, συγγραφέα και διπλωμάτη ο οποίος μετέδωσε την αγάπη του για τη λογοτεχνία και στα τρία του παιδιά, Γιώργο, 'Αγγελο και Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο του Κωνσταντίνου Τσάτσου).
Το 1914, με την αρχή του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η οικογένεια Σεφεριάδη μετακομίζει στην Αθήνα, όπου ο Σεφέρης τελειώνει το γυμνάσιο το 1917. Κατόπιν θα μεταβεί στο Παρίσι όπου και θα σπουδάσει Νομικά ως το 1924. Ήδη από το 1918 θα εκδηλωθεί η αγάπη του για την ποίηση και θα αρχίσει να γράφει στίχους.
Στα χρόνια των σπουδών του στο εξωτερικό, έχει την ευκαιρία να έρθει σε άμεση επαφή με τα λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής. Στο Παρίσι θα τον βρει και η Μικρασιατική Καταστροφή, η οποία θα τον επηρεάσει βαθύτατα και θα παραμείνει χαραγμένη στη μνήμη του:
Το 1926 ο Γιώργος Σεφέρης θα αρχίσει την διπλωματική του σταδιοδρομία, ως ακόλουθος στο Υπουργείο Εξωτερικών. Μέχρι το 1962 που συνταξιοδοτήθηκε υπηρέτησε στο διπλωματικό σώμα και εργάστηκε ως ακόλουθος της Ελληνικής Κυβέρνησης, πρόξενος, πρέσβης, σύμβουλος πρεσβειών, διευθυντής τύπου, κ.λ.π. Το 1963 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Αφότου αποσύρεθηκε, αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στο λογοτεχνικό του έργο, μέχρι το θάνατό του, το 1971. Το 1969 κυκλοφορεί στην Ελλάδα και στο Εξωτερικό η "διακήρυξή " του εναντίον της δικτατορίας.
Ο ΓΥΡΙΣΜΟΣ ΤΟΥ ΞΕΝΙΤΕΜΕΝΟΥ
«Παλιέ μου φίλε τι γυρεύεις;
χρόνια ξενιτεμένος ήρθες
με εικόνες που έχεις αναθρέψει
κάτω από ξένους ουρανούς
μακριά απ' τον τόπο το δικό σου».
«Γυρεύω τον παλιό μου κήπο·
τα δέντρα μου έρχουνται ως τη μέση
κι' οι λόφοι μοιάζουν με πεζούλια
κι' όμως σαν είμουνα παιδί
έπαιζα πάνω στο χορτάρι
κατω από τους μεγάλους ίσκιους
κι' έτρεχα πάνω σε πλαγιές
ώρα πολλή λαχανιασμένος».
«Παλιέ μου φίλε ξεκουράσου
σιγά - σιγά θα συνηθίσεις·
θ' ανηφορίσουμε μαζί
στα γνώριμά σου μονοπάτια
θα ξαποστάσουμε μαζί
κάτω απ' το θόλο των πλατάνων
σιγά - σιγά θα 'ρθούν κοντά σου
το περιβόλι κι' οι πλαγιές σου».
«Γυρεύω το παλιό μου σπίτι
με τ' αψηλά τα παραθύρια
σκοτεινιασμένα απ' τον κισσό
γυρεύω την αρχαία κολόνα
που κοίταζε ο θαλασσινός.
Πώς θες να μπώ σ' αυτή τη στάνη;
οι στέγες μου έρχονται ως τους ώμους
κι' όσο μακριά και να κοιτάξω
βλέπω γονατιστούς ανθρώπους
λες κάνουνε την προσευχή τους».
«Παλιέ μου φίλε δε μ' ακούς;
σιγά -σιγά θα συνηθίσεις
το σπίτι σου είναι αυτό που βλέπεις
κι' αυτή την πόρτα θα χτυπήσουν
σε λίγο οι φίλοι κι' οι δικοί σου
γλυκά να σε καλωσορίσουν».
«Γιατί είναι απόμακρη η φωνή σου;
σήκωσε λίγο το κεφάλι
να καταλάβω τι μου λες
όσο μιλάς τ' ανάστημά σου
ολοένα πάει και λιγοστεύει
λες και βυθίζεται στο χώμα».
«Παλιέ μου φίλε συλλογίσου
σιγά σιγά θα συνηθίσεις
η νοσταλγία σου έχει πλάσει
μια χώρα ανύπαρχτη με νόμους
έξω απ' τη γης κι' απ' τους ανθρώπους».
«Πια δεν ακούω τσιμουδιά
βούλιαξε κι' ο στερνός μου φίλος
παράξενο πώς χαμηλώνουν
όλα τριγύρω κάθε τόσο
εδώ διαβαίνουν και θερίζουν
χιλιάδες άρματα δρεπανηφόρα».