ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΠΑΛΑΙΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ

Εικοστή ενάτη Φεβρουαρίου, μία ημέρα... ξέμπαρκη στο χάος του Σύμπαντος. Ενα «παζλ» με 24 ώρες που συμπληρώνεται κάθε τέσσερα χρόνια από τα «υπολείμματα» των ετών, για να ξαναφέρει τη Γη και τον Ηλιο στη... θέση τους. Η bis sextus - «δις έκτη» ημέρα που ξεπήδησε μέσα στον Φεβρουάριο από τους υπολογισμούς του έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, έμελλε να γίνει ο μεγαλύτερος «πονοκέφαλος» για τους προληπτικούς στο (έτσι και αλλιώς όπως πιστεύουν) δυσοίωνο-δίσεκτο έτος που χαρακτηρίζει, αλλά και για εκείνους τους φανατικούς Χριστιανούς που μπέρδεψαν το ημερολόγιο με το δόγμα. Και να που ήρθε πάλι η σειρά του κουτσοφλέβαρου που «τραβάει», και έτσι εφέτος ο «τιμωρημένος» Αγιος Κασσιανός θα μνημονευθεί την ημέρα της εορτής του.

«Αν θέλαμε να εξηγήσουμε απλά τι συμβαίνει στα ημερολόγιά μας κάθε τέσσερα χρόνια και προσθέτουμε 24 ώρες, θα μπορούσαμε να πούμε ότι αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι χρησιμοποιούμε στα ημερολόγιά μας δύο διαφορετικά χρονικά διαστήματα, το έτος και την ημέρα, για να μετράμε τον χρόνο που περνάει» λέει ο κ. Χ. Βάρβογλης, αναπληρωτής καθηγητής του Τμήματος Φυσικής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εξηγεί: «Η ημέρα είναι ο χρόνος που χρειάζεται σε γενικές γραμμές για να κάνει η Γη μια περιστροφή γύρω από τον εαυτό της και το έτος είναι ο χρόνος που κάνει η Γη μια περιφορά γύρω από τον Ηλιο. Ενα έτος έχει 8.765 ώρες, 48 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα ­ σε τόσο χρόνο δηλαδή η Γη κάνει μια πλήρη περιφορά γύρω από τον Ηλιο. Αν αυτόν τον αριθμό τον διαιρέσουμε με το 24 ­ τις ώρες μιας ημέρας ­ μας βγαίνουν 365 ημέρες και μένει ένα υπόλοιπο χρόνου περίπου έξι ωρών το οποίο και προσθέτουμε μία φορά στα τέσσερα έτη, όταν αυτές οι ώρες γίνουν ένα 24ωρο».

Υπολογίζοντας τον χρόνο

Πρώτοι οι Αιγύπτιοι κατάφεραν να προσδιορίσουν με ακρίβεια ότι η διάρκεια του έτους ήταν 365,25 ημέρες και δημιούργησαν ένα ετήσιο ημερολόγιο 365 ημερών (που περιείχε 12 μήνες των 30 ημερών και πέντε ημέρες που αφιέρωναν στους θεούς τους), αφήνοντας «έξω» το υπόλοιπο των 0,25 ημερών. Στο πέρασμα των αιώνων όμως η διαφορά αυτών των 0,25 ημερών που υπολείπονταν από κάθε έτος συσσωρεύτηκε και άρχισε να γίνεται αισθητή στις αλλαγές των εποχών ­ γεγονός που οδήγησε σε αλλεπάλληλες μεταρρυθμίσεις που συνεχίστηκαν ως τον 1 π.Χ. αιώνα. Εκείνη την περίοδο στη Ρώμη (το 44 π.Χ.), ο Ιούλιος Καίσαρ για να διορθώσει τις χρονικές αυτές αποκλίσεις στο ημερολόγιο της Ρώμης, ζήτησε τη βοήθεια του έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη και εγκαθίδρυσε το Ιουλιανό ημερολόγιο το οποίο φέρει και το όνομά του (προσθέτοντας 90 ημέρες στο έτος 45 π.Χ. που ήδη είχαν «χαθεί» από τους λάθος υπολογισμούς των επτά προηγούμενων αιώνων).

Ο Σωσιγένης υπολογίζοντας τότε ότι η διάρκεια του έτους ήταν ίση με 365 ημέρες και έξι ώρες, όρισε στο Ιουλιανό ημερολόγιο τα έτη να έχουν 365 ημέρες και σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθεσε μία ακόμη ημέρα μετά την «έκτη προ των καλένδων του Μαρτίου», η οποία και ονομάστηκε «δις έκτη» (bis sextus), επειδή μετριόταν δύο φορές, και τα έτη που την είχαν «δίσεκτα».

Οι υπολογισμοί όμως του Σωσιγένη είχαν και αυτοί μια μικρή απόκλιση: «Νεότερες και πιο ακριβείς μετρήσεις έδειξαν ότι δεν ήταν τελικά έξι οι ώρες που περίσσευαν κάθε έτος αλλά 5 ώρες, 48 λεπτά και 46 δευτερόλεπτα, δηλαδή ο Σωσιγένης έκανε το έτος μεγαλύτερο κατά 11 λεπτά και 14 δευτερόλεπτα» επισημαίνει ο κ. Χ. Βάρβογλης, μια απόκλιση που φαίνεται ασήμαντη, αλλά κάθε 129 χρόνια πρόσθετε μία πλασματική ημέρα στα ημερολόγια, κάτι που με το πέρασμα των αιώνων άρχισε να γίνεται και πάλι αισθητό καθώς η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν όλο και πιο νωρίς.

Η λύση βρέθηκε τελικά 11 αιώνες αργότερα, το 1572 από τους αστρονόμους Λουίτζι Λίλιο και Χριστόφορο Κλάβιους με τη μεταρρύθμιση του Νέου ή Γρηγοριανού ημερολογίου (όπως ονομάστηκε προς τιμήν του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ' που εξελέγη τότε), σύμφωνα με την οποία για να διορθωθεί το λάθος των ημερών που είχαν συσσωρευτεί στα χρόνια, η 5η Οκτωβρίου του 1582 ονομάστηκε 15η Οκτωβρίου. «Τότε αποφασίστηκε ακόμη για να μη διαιωνίζεται αυτό το λάθος να αρχίσουμε και να βγάζουμε πότε πότε κάποιες ώρες» συνεχίζει ο κ. Βάρβογλης. «Ετσι έγινε κανόνας να αφαιρούμε τρεις ημέρες κάθε 400 χρόνια και ορίστηκε να μην είναι δίσεκτη η τελευταία χρονιά κάθε αιώνα, τα ψηφία της οποίας δεν διαιρούνται ακριβώς με τον αριθμό 4».

Η Εκκλησία

Το Γρηγοριανό ημερολόγιο δεν έγινε άμεσα αποδεκτό και ειδικά στα ορθόδοξα κράτη, όπου η αντίδραση της Εκκλησίας ήταν οξεία και η μεταρρύθμιση ξεκίνησε να εφαρμόζεται σταδιακά σχεδόν τρεις αιώνες αργότερα, το 1895. Η ελληνική πολιτεία μάλιστα ανακίνησε το ημερολογιακό θέμα μόλις το 1919, οπότε ύστερα από μια γνωμάτευση ειδικής επιτροπής η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε παμψηφεί ότι η μεταβολή του ημερολογίου δεν προσκρούει στους δογματικούς κανόνες. Ετσι με νομοθετικό διάταγμα της 18ης Ιανουαρίου 1923 (που δημοσιεύτηκε στις 23 Ιανουαρίου), αντικαταστάθηκε και στη χώρα μας το ως τότε ισχύον Ιουλιανό ημερολόγιο με το Γρηγοριανό. Η έναρξη της εφαρμογής του νέου ημερολογίου στη χώρα μας ορίστηκε στις 16 Φεβρουαρίου που έγινε 1η Μαρτίου (καθώς το λάθος των λεπτών είχε συσσωρευτεί πλέον σε 13 ήμερες). Η «καθυστέρηση» της αλλαγής είχε ως αποτέλεσμα η χρονιά του 1923 στην Ελλάδα να είναι ένα έτος με 352 ημέρες, κατά το οποίο δεν υπάρχει κανένα πιστοποιητικό γέννησης ή άλλο δημόσιο έγγραφο με ημερομηνία από 16 ως 28 Φεβρουαρίου 1923!

«Αυτές οι 13 ημέρες που χάθηκαν το 1923 είναι και η διαφορά εκείνων που ακολουθούν το λεγόμενο παλαιό ημερολόγιο με το ισχύον» λέει ο κ. Βάρβογλης. «Στα επόμενα χρόνια μάλιστα, όσοι μετρούν τον χρόνο με το παλιό ημερολόγιο, με το λάθος στους υπολογισμούς του Σωσιγένη θα απομακρύνονται όλο και πιο πολύ από το Γρηγοριανό ημερολόγιο». Ακόμη όμως και με τις όποιες μεταρρυθμίσεις του Γρηγοριανού ημερολογίου με τον κανόνα της «αφαίρεσης» των τριών ημερών κάθε 400 χρόνια μας περισσεύουν και πάλι τρεις ώρες. Το «πρόβλημα» αυτό όμως φαίνεται ότι θα απασχολήσει τις ημερολογιακές μεταρρυθμίσεις της τρίτης χιλιετίας, καθώς όπως υπολογίζεται οι τρεις αυτές ώρες που χάνονται κάθε τέσσερις αιώνες θα συσσωρευτούν σε μία περίπου ημέρα το έτος 3081.

Το ΒΗΜΑ, 27/02/2000 , Σελ.: A58