Ένας γέροντας ερημίτης κίνησε για το πιο κοντινό χωριό να πουλήσει τα πανέρια του. Στο δρόμο που πήγαινε, τον βρήκε ο διάβολος (με την μορφή ληστών;) κι από την πολλή κακία που του είχε, άρπαξε τα πανέρια από τα χέρια του κι έγινε άφαντος.
Τότε ο γέροντας, χωρίς να στενοχωρηθεί καθόλου, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό και είπε:
- Σ' ευχαριστώ Θεέ μου, που με απάλλαξες από το φορτίο μου κι από τον κόπο να κατέβω στο χωριό.
Τότε ο διάβολος, μην υποφέροντας την γαλήνη του γέροντα, του πέταξε κατάμουτρα τα πανέρια, φωνάζοντας:
- Πάρτα πίσω, παλιόγερε.
Ο ερημίτης τα μάζεψε πάλι και συνέχισε τον δρόμο του για το χωριό.
Ζούσε κάποτε ένας αββάς πραότατος. Ήταν τόσο μεγάλη η αρετή του, που όλοι τον τιμούσαν σαν άγγελο Θεού!
- Δεν ταράχτηκες καθόλου, γέροντα;
Πόσο διαφορετική θά ήταν η ζωή μας αν είχαμε την απάθεια και την πραότητα των αββάδων στα δυο περιστατικά που αναγράφονται αντίστοιχα. Μοναδική μας ελπίδα, πως με την βοήθεια του Θεού κι εμείς μπορούμε να ζήσουμε έτσι, εδώ στην ερημία των πόλεων...