Κι όμως, το κείμενο έχει γραφτεί το 1986!
Δυστυχώς ήταν πολύ προφητικό.
Δυστυχώς ήταν πολύ προφητικό.
Δεν ακούσατε τίποτα για τον τρελό εκείνο άνθρωπο, που μέρα-μεσημέρι άναψε ένα λαδοφάναρο κι έτρεχε στην αγορά φωνάζοντας ασταμάτητα: Ψάχνω για την Ελλάδα! Ψάχνω για την Ελλάδα! Όσοι ήταν εκεί μαζεμένοι, που ποτέ τους δεν πίστεψαν στην Ελλάδα, ούτε και την σκέφτονταν πια, έστω κι αν λέγονταν Έλληνες, ξέσπασαν σε γέλιο δυνατό. Μπας και χάθηκε η Ελλάδα; είπε ο ένας. Μήπως μας παίζει κρυφτούλι; πρόσθεσε άλλος. Ή πήρε το πλοίο κι έφυγε; κάγχασε τρίτος. Λες να μας φοβάται και κρύφτηκε; Τότε ο τρέλος πήδησε ανάμεσά τους, τους κεραύνωσε με τη ματιά του και φώναξε: Πού είναι η Ελλάδα - θα σας το πω εγώ! Τη σκοτώσαμε, εσείς κι εγώ. Εμείς όλοι είμαστε οι φονιάδες της. Δεν νιώθετε γύρω σας το κενό; Δεν σας περονιάζει η παγωνιά που είσαστε χωρίς πατρίδα; Δεν ακούτε λοιπόν τίποτα από τον σαματά που κάνουν οι νεκροθάφτες θάβοντας την Ελλάδα; Δεν σας χτύπησε η μπόχα της σήψης; Σαπίζουν κι οι πατρίδες. Η Ελλάδα πέθανε, η Ελλάδα θα μείνει νεκρή!
Εκεί σώπασε ο τρελός άνθρωπος και κοίταξε τους γύρω του που είχαν βουβαθεί. Τότε πέταξε το φανάρι του στο χώμα και τό’ κανε κομμάτια. Έρχομαι πρόωρα, είπε. Δεν είμαι στον κατάλληλο καιρό. Αυτό το τεράστιο γεγονός που σας αναγγέλλω είναι ακόμα στο δρόμο και βαδίζει - δεν έφτασε ακόμα στα αυτιά των ανθρώπων. Η αστραπή και η βροντή χρειάζονται χρόνο, το φως των άστρων θέλει καιρό για να φτάσει σε μας, οι πράξεις χρειάζονται χρόνο, έστω κι αν έχουνε διαπραχθεί, για να γίνουν ορατές και ακουστές. Αυτή η πράξη - ο θάνατος της Ελλάδας - είναι για τους Έλληνες ακόμα πολύ μακρινή. Κι όμως οι ίδιοι την έχουν διαπράξει.
Δεν έχει σημασία αν ο τρελός ξεπήδησε από τις σελίδες του Νίτσε σε άλλη εποχή και για ν’ αναγγείλει άλλο γεγονός. Σημασία έχει πως μόνο ένας τρελός άνθρωπος βγαίνει καταμεσίς στην αγορά να πει τέτοιες αλήθειες. Και πρέπει οπωσδήποτε να τον πάρουμε για τρελό, διαφορετικά ο πανικός θα ξαπλωθεί σαν επιδημία - οι άνθρωποι δεν αντέχουμε πάρα πολλή πραγματικότητα. Γύρω μας η καθημερινότητα κυλάει ομαλά, την μπόχα της αποσύνθεσης την παίρνουμε σε δόσεις μικρές πολλά χρόνια τώρα, τη συνηθίσαμε. Τους νεκροθάφτες, τους έχουμε κι αυτούς από πολλά χρόνια εξωραΐσει, είναι υπάλληλοι τελετών, θάβουν τελετουργικά την πατρίδα. Το χρήμα κυκλοφορεί άφθονο στην αγορά, συντηρεί πολυάριθμα μαγαζιά με πανάκριβα είδη, τα νυχτερινά κέντρα γεμίζουν. Γιατί να πιστέψουμε ότι το κράτος έχει μπει στη διαδικασία της πτώχευσης, ότι δεν έχει χρήματα ούτε και για τις στοιχειώδεις υποχρεώσεις του. Τα λόγια του τρελού ανθρώπου μας αγγίζουν μόνο εξωτερικά, σαν χειμωνιάτικο κρύο.
Η συνέχεια εδώ, στο ΑΡΧΑΓΓΕΛΩΝ ΚΕΙΜΕΝΑ