Βροχερή Τετάρτη πρωί, ανήμερα του Ευαγγελισμού… Έξω χαμηλή και βαριά συννεφιά, το χιόνι καλύπτει τις άκρες των βουνών που περιτειχίζουν το μικρό χωριό στα ορεινά της Κορινθίας. Πετρόχτιστα σπίτια, καμινάδες που αχνίζουν και οι λιγοστοί κάτοικοι συρρέουν νωχελικά στην εκκλησία δίπλα στην πλατεία με τον μεγάλο πλάτανο. Ανοίγοντας την αλουμινένια πόρτα της το ένστικτο σε ωθεί να ξαναβγείς καθώς το λιβάνι κι ο καπνός ενοχλούν μάτια και πνεύμονες. Το ίδιο επιδιώκεις κι όταν τα αυτιά προσλαμβάνουν τις άναρθρες κραυγές του «παπαδιαμαντικού» ψάλτη. Καμιά δεκαπενταριά γυναίκες και λίγο λιγότεροι άνδρες παραστέκουν στα στασίδια της χαμηλοτάβανης εκκλησιάς με τις φρέσκιες αγιογραφίες και το παλιό βαρυφορτωμένο τέμπλο. Τα μαλλιά γκρίζα κι ανάκατα, τα πρόσωπα οργωμένα απ’ τις ρυτίδες και τα σώματα σκεβρωμένα από τον χρόνο. Όμοιοι τα χωράφια τους με τις γυμνές καρυδιές…
Λίγο αφότου βγει ο αποστεωμένος παπάς με το Ευαγγέλιο μπαίνουν και τα παιδιά με τη Σημαία. Είναι δεν είναι δεκαπέντε πιτσιρίκια του τοπικού Δημοτικού, τα μισά Αλβανάκια μα όλα ντυμένα με παραδοσιακές φορεσιές, με τσαρούχια τ’ αγόρια και σαν Αμαλίες τα κορίτσια. Κάποια παλλικαράκια με φουστανέλλα διαγκωνίζονται να κρατήσουν τις λαμπάδες και το θυμιατό του παππά, ενώ όλα πασίχαρα και μηχανικά αργότερα θα απαγγείλουν το Πιστεύω και το Πάτερ ημών. Μετά την Απόλυση και το Μνημόσυνο ο δάσκαλος θα εκφωνήσει τον πανηγυρικό.
Κι εκεί το τοπίο απαλλάσσεται απ΄τον καπνό, το ταξίδι στο χρόνο ολοκληρώνεται… Απ’ το παράθυρο αντικρίζω τα βουνά που τότε θα έσφυζαν σίγουρα από κλέφτες κι απ’ το στόμα του ακούω τα λόγια με τον παλμό της καρδιάς, για τις δυο λευτεριές που ανέτειλαν απ’ τα σκοτάδια τέτοια μέρα, τη Λευτεριά που έφερε ο Χριστός στον κόσμο και την άλλη που οι Επαναστάτες με αίμα και δάκρυα πλήρωσαν για το Έθνος. Άξιος, δάσκαλε, που μας μίλησες για τα έθνη που όταν χάνουν τη μνήμη αλλοιώνεται και το πρόσωπό τους, για τους τότε που πάλευαν «για του Χριστού την Πίστη την Αγία και της Πατρίδος την Ελευθερία», για τα θυσιαστήρια που ξεφύτρωσαν απανταχού της ελληνικής γης, για εμάς που χρωστάμε σ’ όσους πέρασαν, θα ’ρθούνε θα περάσουν, κριτές θα μας δικάσουν οι αγέννητοι κι οι νεκροί»….
Ήταν άραγε όντως άλλης πάστας άνθρωποι οι αλλοτινοί;
Ειρήνη Κ.