Σήμερα, θα μιλήσουμε για τον θάνατο και μου ήρθε στο νου η αγωνία, αν θέλετε και η απογοήτευση των μαθητών μετά τον θάνατο του Χριστού και ο φόβος τους. Για αυτό θα ήθελα να σας υπενθυμίσω την προς Εμμαούς πορεία. Θα το πω με δύο λόγια μιας και είναι γνωστή η πορεία: Δύο μαθητές, τρεις μέρες μετά τον θάνατο του Κυρίου, προχωρούν εις Εμμαούς, συζητούν μεταξύ τους για τον Ιησού, αγωνιούν, μιλούν για τα γεγονότα. Έρχεται ο Χριστός, χωρίς να τον αναγνωρίσουν, και τους ερμηνεύει τις γραφές. Εν τέλει Τον αγαπούν αυτόν τον Συνοδοιπόρο. Του λένε “μείνε μαζί μας”. Μένει. Φτάνουν στο τραπέζι και στην κλάση του άρτου Τον γνωρίζουν. Τότε Αυτός γίνεται άφαντος, εκείνοι γεμίζουν χαρά και προχωρούν προς τα Ιεροσόλυμα.
Oι δύο μαθητές, λοιπόν, μιλούσαν και συζητούσαν για τον Χριστό. Και εκείνος παρουσιάστηκε δίπλα τους να συμπορεύεται. “Οι δε οφθαλμοί αυτών εκρατούντο του μη επιγνώναι αυτόν”. Τα μάτια τους ήταν ακόμα κλειστά και δεν Τον γνώρισαν. Νομίζω ένα μεγάλο πράγμα είναι το εξής: ο Χριστός είναι η οδός και είναι και ο αληθινός Συνοδοιπόρος μας. Κι αν τυχόν αγωνιούμε, αν συζητάμε, αν ψάχνουμε, αν βαδίζουμε, αν τυχόν για κάπου πάμε, Αυτός είναι μαζί μας. Μα, λέει κάποιος: “δεν Τον ξέρουμε”. Αλλά πρέπει να ξέρουμε ένα πράγμα: μαζί με την αγωνία μας και Αυτός συμπορεύεται. Και ας μην Τον διακρίνουμε. O Χριστός, στη συνέχεια, δεν θέλει να τους κάνει διδασκαλία, αλλά θέλει να τους δώσει τη δυνατότητα να πουν αυτά που έχουν μέσα τους. Γι’ αυτό προσποιείται άγνοια και μάλιστα επιμένει. Τότε «του εξηγούν» για τον Ιησού τον Ναζωραίο τον οποίο παρέδωσαν “οι άρχοντες ημών εις κρίμα θανάτου” και Tον σταύρωσαν. Στη συνέχεια λένε κι οι δυο τους τον πόνο τους: «Εμείς ελπίζαμε ότι αυτός θα λύτρωνε το Ισραήλ. Αλλά ήδη πέρασαν τρεις μέρες αφού έγιναν αυτά, αφού Τον σταύρωσαν και δεν είδαμε ακόμη τίποτε που να στηρίξει τις ελπίδες μας. Μας παραξένεψαν μερικές γυναίκες από τη δική μας συντροφιά, γιατί πήγαν πρωί στο μνημείο και λένε ότι δεν βρήκαν το σώμα Του. Ήλθαν και μας είπαν ότι είδαν οπτασία αγγέλων κι ότι οι άγγελοι λένε ότι ζει. Και πήγαν και μερικοί από μας στο μνημείο και το βρήκαν έτσι όπως είπαν οι γυναίκες, “Αυτόν δε ουκ είδον”».