ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ...

Χριστούγεννα έρχονται κι η ψυχή παλεύει ανάμεσα στη γέννηση και στο θάνατο για άλλη μια φορά. Η πάλη ανάμεσα στην φθορά και στην όντως ζωή. Η τάση μου να γείρω και να πέσω, να αφεθώ στο σκοτάδι που με γυροφέρνει. Η θλίψη, η ανημπόρια, το παράπονο της μοναξιάς και του πόνου που είναι συνδεδεμένα με την ζωή μου. Ένα παράπονο που ακούγεται τόσο φυσικό και τόσο δικαιολογημένο. Τόσο εντός του κόσμου… τόσο αληθινό όσο και τα λαμπιόνια στις βιτρίνες των καταστημάτων. Τόσο αληθινό όσο και το δέντρο στην κεντρική πλατεία της πόλης.


Βλέπω τα πρόσωπα των μικρών παιδιών να μου φωτίζουν το σκοτάδι και την ολιγοψυχία. Βλέπω στους γερασμένους περαστικούς την ματαιότητα της καθημερινής μου βιοπάλης. Τι είναι αλήθεια και τι ψέμα για τούτη την κοινωνία και τι για μένα; Πόσο η αλήθεια μπορεί να πλησιάσει την ανάγκη μου για ζωή, και τι είναι ζωή; "Αλήθεια", μια λέξη που ανοίγει ένα παράθυρο στην ψυχή μου, ένα παράθυρο στο οποίο στέκω με φοβερή αγωνία για να δω, να μάθω, να ανακαλύψω την ζωή, να βρω το φως που θα σκορπίσει το σκοτάδι μου.


Μόνο η δίψα μου για να βγω στο φως με κρατάει μακριά από την πτώση, από το παράπονο, από την μοναξιά. Μόνο αυτή η ανάγκη, που δεν ξέρω από πού ξεπηδάει, είναι που με κρατάει όρθια και μου δίνει κουράγιο και δύναμη να περιμένω μετά από κάθε δύση την ανατολή. Να ακούω πουλιά να κελαηδούν και δέντρα να ανθίζουν.


Και μην νομίζετε ότι είναι εύκολο να δεις δέντρα ανθισμένα ανάμεσα από τις πέτρινες εκτάσεις των τσιμεντένιων όγκων στην πόλη. Μην νομίζετε ότι είναι εύκολο να ξεχωρίσεις το τιτίβισμα των πουλιών από τις κόρνες και την φασαρία της πόλης. Ούτε καν τον ουρανό δεν μπορούμε να διακρίνουμε στην τσιμεντένια φύση μας.


Γεννιέται κι έρχεται ο γιος του Θεού. Κι εγώ παραδέρνω μέσα στις συγκοινωνίες, σε ένα κομφούζιο από αυτοκίνητα και φασαρία. Άνθρωποι με μεγάλες τσάντες τρέχουν φορτωμένοι να κανονίσουν τα ρεβεγιόν τους και τα θεάματα που θα παρακολουθήσουν. Δίπλα σε αυτούς, άλλοι, μόνοι και φτωχοί πασχίζουν να βγάλουν τον επιούσιο άρτο τους. Κάποιος άστεγος κόβει βόλτες παραμιλώντας. Πιο πέρα μια τρελή βιάζεται να τακτοποιήσει ένα σωρό δουλειές που έχει και μετά να προσπαθήσει να τελειώσει το γυάλισμα των ασημικών στο σπίτι, χρόνια τώρα παλεύει να τα τελειώσει και τελειωμό δεν έχουν. Κάτι παιδιά χαίρονται για τις μέρες τις ξένοιαστες των σχολικών διακοπών που έρχονται και ετοιμάζονται να εκμεταλλευτούν την νέα πλατεία για τα παιχνίδια που θα παίξουν.


Η γειτονιά γέμισε αγιοβασίληδες που ανεβοκατεβαίνουν σκάλες, άλλοι που κάνουν τραμπάλα τραγουδώντας κάλαντα, άλλοι που στέκουν σοβαροί και ανήμποροι από το βάρος του σάκου, αλλά με ένα χαμόγελο πλατύ που δεν ακουμπάει την ανημπόρια τους. Περιμένουμε τον αγιοβασίλη και συντηρούμε το έθιμο στις καρδιές των παιδιών, όμως δεν πιστεύουμε στην αγιότητα, περιμένουμε τα Χριστούγεννα κι ετοιμάζουμε ρεβεγιόν για να τα γιορτάσουμε, αλλά δεν πιστεύουμε στην γέννηση του Χριστού.


Χαίρομαι και δεν χαίρομαι, γιορτάζω και λέω χρόνια πολλά στους ανθρώπους που συναναστρέφομαι, καλά Χριστούγεννα ευχόμαστε ο ένας στον άλλο και δεν ξέρουμε τι εννοούμε. Ψάχνω όμως να βρω τι θέλω και τι αγαπώ να βρω. Ψάχνω να βρω τον πραγματικό Άγιο Βασίλειο, αυτόν απ' την Καισάρεια, που έδωσε όλη του την ύπαρξη για τον Θεό που σαρκώθηκε. Ανοίγω το παραθύρι της ψυχής μου με αγωνία για να βρω στον έναστρο ουρανό το αστέρι που θα οδηγήσει τα βήματα μου στον δρόμο που περπάτησαν οι μάγοι, αγωνιώντας μαζί τους βήμα προς βήμα, μην τύχει και χαθώ, κι αναρωτιέμαι αν τα δώρα που κρατώ είναι αντάξια του βασιλιά που γεννιέται. Κι όταν βρεθώ μπρος στης φάτνης το σωρό τα άχυρα και μέσα αντικρίσω τον βασιλιά θα μπορέσω άραγε να γονατίσω;


Ούτε λαμπιόνια, ούτε στολίδια από αυτά που οι άνθρωποι φτιάχνουν, μόνο ένας ουρανός γιομάτος αστέρια, ζώα που κρατούν ζεστό τον βασιλιά της δόξας και μια σπηλιά, για να πιάσει ο σπόρος του Θεού πάνω στη γη. Θα τον καταλάβω ή θα τον προσπεράσω; Θα ραγίσει ο ψεύτικος κόσμος μέσα μου; Θα τολμήσω να γίνω τόσο απλή, τόσο ταπεινή ώστε να μπορέσω να τον χωρέσω στην αγκαλιά μου, ή καλύτερα στην καρδιά μου; Τόση απλότητα πώς να την χωρέσει ανθρώπου νους; Πώς να ξεχωρίσω το Φως από τα τόσα λαμπιόνια; Η Μαρία, μια μικρή κόρη, μια κόρη που είχε το θάρρος και την τόλμη να πει το γεννηθήτω το θέλημα Σου, μια τόλμη και μια λεβεντιά που δεν την χωράει ο νους του ανθρώπου. Πως το είπε και δεν άρχισε τις ερωτήσεις για το πώς θα τα καταφέρω, τι θα γίνει με μένα, γιατί εγώ ή γιατί εκείνο;… Κι όμως είναι εκεί και κρατάει τον Υιό του Θεού.

Κι όμως είναι εκεί και κρατάει τον Υιό του Θεού. Πίστη πραγμάτων που δεν βλέπουμε. Ναι, μόνο που εμείς ακόμη κι όταν βλέπουμε δεν πιστεύουμε.


Κύριε βοήθησε με να σε πιστέψω, βοήθησε με να λυγίσω τα γόνατα μου μπρος το θαύμα της γέννησης Σου και να σε δοξάσω. Και το δώρο μου, το μόνο που έχω, είναι η καρδιά μου που φλέγεται από την αγάπη για το Φως Σου και την Αλήθεια Σου. Αμήν!


Άννα...