Πίστη και '21...



Κυριωτέρα αἰτία τοῦ μεγάλου ἐνθουσισμοῦ φρονοῦμεν ὅτι ἦτο τό θρησκευτικόν αἴσθημα. Ὁ λαός δέν ἐγνώριζε τήν ἐλευθερίαν, ἑπομένως δέν ἠδύνατο νά ἔχη, εἰ μή μόνον ὑλικᾶς ἰδέας περί αὐτῆς, δηλαδή ὅτι ἔμελλε ν' ἀπαλλαγῆ τῶν καταπιέσεων καί τῆς αὐθαιρεσίας τῶν ἀρχόντων του, τῶν ὑπερόγκων φόρων καί ἄλλων τοιούτων καταδυναστεύσεων· ὅλα δέ ταῦτα, ἤ μέρος τουλάχιστον, ἠδύνατο νά τ' ἀπολαύση καί ἄνευ ἐπαναστάσεως ὡς καί ἀπήλαυσαν τινά μέρη ἐξαιρετικά τινά προνόμια. 

 
 
Ἀλλά τό θρησκευτικόν αἴσθημα ἔκαμνε μεγάλην ἐντύπωσιν εἰς αὐτόν. Ἐθεώρει ἕν μέλλον λαμπρόν, καθ' ὅ ἠδύνατο, ὄχι μόνον νά μήν ἐκβιάζηται εἰς τήν ἄρνησιν τῆς πίστεως αὐτοῦ, ἀλλά νά κάμνη ὅλας τάς ἱεροτελεστίας του μ' ὅλην τήν ἐξωτερικήν πομπήν, νά κατασκευάζη ἐλευθέρως τούς ναούς του, καί τούτους μέ λαμπρότητα καί πολυτέλειαν, νά ὑψώση τά κωδωνοστάσια, ἀπό τά ὁποα θέλει ἀντηχεῖ ὁ ποικίλος κρότος τῶν κωδώνων κατά τάς ἐπισήμους ἐκκλησιαστικάς ορτάς καί νά στήση τόν σταυρόν ἐπί τῶν ἐκκλησιῶν ὅπως εἶναι τό ἡμισέλινον ἐπί τῶν μιναρέδων. Ὅλα δέ ταῦτα ἦτον ἀδύνατον ἄλλως νά κατορθωθῶσιν, εἰ μή δι' ἐπαναστάσεως καί καταστροφῆς ὄχι τῆς Ὀθωμανικῆς ἐξουσίας, ἀλλά τῶν Ὀθωμανῶν ἐν γένει. 

 
 Ἀπό τοιαύτας ἰδέας ἐκολακεύετο ὁ λαός, ἐμψυχοῦτο δέ ἀπό ἐλπίδας ἐπιτυχίας καθ' ὅσον ὁ ἀγών ἔμελλε νά εἶναι περί τῆς πίστεως καί ἡ θεία ἀντίληψις ἔμελλε βεβαίως νά βραβεύση τούς ὑπέρ αὐτῆς ἀγῶνας του· ὥστε ἡ ἐπανάστασις κατά πρῶτον λόγoν πρέπει νά θεωρηθῆ θρησκευτική, καί κατά δεύτερον πολιτική. Τοιαύτη, λοιπόν, ἐργασία ἐθεωρήθη ὡς σταυροφορία κατά τῶν ἀπίστων καί διά τοῦτο πρῶτος ὁ κλῆρος ὕψωσε τήν σημαίαν τῆς ἐπαναστάσεως καί εὐλόγησε τά πρῶτα κινήματα τοῦ λαοῦ. 


Ἀλλ' ὅσον μέγας καί ἄν ἦτον ὁ ἐνθουσιασμός, ὅσον σταθερά ἡ ἀπόφασις, τά μεγάλα ἐμπόδια, τά ὁποῖα ἔμελλον ἀφεύκτως ν' ἀπαντηθῶσιν, ἦτoν ἀδύνατον νά μήν κουράσωσι τόν λαόν τῆς Ἑλλάδος. Ὁ θάνατος ὅμως τοῦ Πατριάρχου καί ἄλλων ἐπισήμων κληρικῶν, ἐκτελεσθείς κατά τήν ἡμέραν τοῦ Πάσχα, πρός ἐκφόβισιν ἴσως, ἐθεωρήθη ὡς θρησκευτική περιφρόνησις· αἱ φυλακίσεις, o φόνοι καί αἱ αἰχμαλωσίαι γενόμεναι ἄνευ διακρίσεως ἐνοχῆς ἤ ἀθωότητος, καί μέ τρόπον ἀπηνῆ καί ἀπάνθρωπον, ἐνέπνευσαν τοσοῦτον τρόμον εἰς τούς Ἕλληνας ὥστε ἐθεώρησαν ὅτι οὐδέν μέσον συμβιβασμοῦ ἔμενε πλέον εἰς αὐτούς.

(Ἀπό τά ἀπομνημονεύματα τοῦ Δημ. Αἰνιάν γιά τήν Ἑλληνική Ἐπανάσταση)

* Ὁ Δημήτριος Αἰνιάν (1800-1881), καταγόταν ἀπό τό Μαυρίλο τοῦ Τυμφρηστοῦ.πατέρας του πού ἦταν λόγιος καί ἱερέας, διετέλεσε Διευθυντής τῆς Μεγάλης τοῦ Γένους Σχολῆς. Ἄλλαξε τό ἐπίθετο τῆς οἰκογένειας ἀπό Οἰκονόμος σέ Αἰνιάν (Φωκιδεύς).  
Ὁ Δημήτριος μυήθηκε το 1818 στήν Φιλική Ἐταιρία, μαζί μέ τόν πατέρα καί τόν ἀδελφό του καί  ἀπό το 1822 πῆρε μέρος στόν ἀγῶνα. Διετέλεσε γραμματέας τοῦ Ἐκτελεστικο καί τῆς ἐπιτροπῆς τῆς Ἐθνοσυνέλευσης τοῦ Ἀγῶνα, καθώς καί γραμματικός τοῦ Καραϊσκάκη. Μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀνέπτυξε δημοσιογραφική, ἐκδοτική καί πλούσια λογοτεχνική δραστηριότητα. Συνεργάστηκε μέ την κυβέρνηση τοῦ Καποδίστρια και διώχθηκε ἀπό τούς Βαυαρούς.