Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρη...


Καθώς η Άνοιξη φουντώνει κι όλη η φύση αναστατώνεται, ας θυμηθούμε ότι η ζωή δεν εξαρτάται από το τι θα φάμε και πόσα θα καταναλώσουμε, αλλά κυρίως από το πόσο θα ζήσουμε την ομορφιά της...


Ξεχνάμε πως μια φορά μονάχα ζούμε, πως κάθε στιγμή που χάνουμε γκρινιάζοντας για πράγματα υλικά, στιγμή χαμένη είναι, αφού δεν πρόκειται να ξανάρθει...


 Μοιάζουμε σαν τα ζωύφια που ζουν τον κύκλο της επιβίωσης, ανύποπτα για το πεπερασμένο της ύπαρξής τους. Αναπαράγονται, τρώνε, αφοδεύουν, σα να πρόκειται να ζήσουν αιώνια.


Όμως εκείνα σε καλύτερη μοίρα από μας είναι, αφού δεν θλίβονται, δεν αγχώνονται, δεν οργίζονται. Δεν έχουν ψυχή φτιαγμένη για τα μεγάλα και σπουδαία, κι έτσι ατάραχα ζουν μέσα στην ομορφιά της φύσης...


 Κι εμεις άστοχοι πάντα κι άμυαλοι, αρρωσταίνουμε την ψυχή μας για πράγματα υλικά, απασχολούμε το νου μας με τα ανούσια, ανήμποροι να δούμε τον παράδεισο που μας έβαλε ο Θεός. Μακριά του, ξεχνάμε τον Λόγο Του, ξεχνάμε που μας είπε να μην μεριμνάμε και να μην αγχωνόμαστε για την αυριανή μέρα, γιατί αρκετά προβλήματα έχουμε σήμερα....

 

...πως δεν ωφελεί να κερδίσουμε τον κόσμο όλο, αν είναι να χάσουμε την ψυχή μας.


Μικροί κι αστείοι, αφήνουμε τον χρόνο να περνάει και δεν σκεφτόμαστε πως την φετεινή άνοιξη δεν θα την ξαναζήσουμε, μήτε ξέρουμε πόσες ακόμα ανθοφορίες θα δούμε, ούτε πόσο χρόνο διαθέτουμε...


Ας αφήσουμε λοιπόν λίγο τις έγνοιες για τα ΔΝΤ και τους μισθούς, κι ας θυμηθούμε τα ουσιώδη και τα καίρια της ζωής, το "ενός εστί χρεία", που μας ζητήθηκε. Ας δοξολογήσουμε που ζούμε, που αναπνέουμε, που αγαπάμε. Ας ελπίζουμε κι ας χαιρόμαστε και μαζί με τον εθνικό μας ποιητή* ας ψάλλουμε  ύμνο στην Άνοιξη:



Πάλι μου ξίπασε τ αυτί γλυκειάς φωνής αγέρας,
κι έπλασε τ' άστρο της νυχτός και τ' άστρο της ημέρας,
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ' έρμο,
Η δύναμη σου πέλαγο, κ' η θέληση μου βράχος.


Μάγεμα η φύσις κι όνειρο στην ομορφιά και χάρι
η μαύρη πέτρα ολόχρυση και το ξερό χορτάρι
με χίλιες βρύσες χύνεται, με χίλιες γλώσσες κρένει
όποιος πεθάνει σήμερα χίλιες φορές πεθαίνει.

 

Εστησε ο Ερωτας χορό με τον ξανθόν Απρίλη,
κι η φύσις ηύρε την καλή και τη γλυκειά της ώρα,
και μές στη σκιά, που φούντωσε και κλεί δροσιές και μόσχους,
ανάκουστος κελαηδισμός και λιποθυμισμένος


Τριαντάφυλλα 'ναι θεϊκά στην κόλαση πεσμένα.
Κι άνθιζε μέσα μου η ζωή μ' όλα τα πλούτια πώχει,
Συχνά τα στήθια εκούρασα, ποτέ την καλοσύνη,
Πάντ' ανοιχτά, πάντ' άγρυπνα, τα μάτια της ψυχής μου.


Και μέσ' στης λίμνης τα νερά, όπ' έφθασε μ' ασπρούδα,
έπαιξε με τον ίσκιο της γαλάζια πεταλούδα...


Κι η Φύση βρήκε την καλή και τη γλυκιά της ώρα.
Νερά καθάρια και γλυκά, νερά χαριτωμένα.
Χύνονται μες στην άβυσσο τη μοσχοβολισμένη.
Τα σπλάχνα μου και η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν

 

Δεν το 'λπιζα να ν' η ζωή μέγα καλό και πρώτο...



Φωτό: X.M.
 *Στίχοι από τους "Ελεύθερους Πολιορκημένους" του Διονυσίου Σολωμού