Διαβάζοντας ένα βιβλίο με αρχαία ταφικά επιγράμματα (Επιτάφιος Λόγος, Αρχαία Ελληνικά επιτύμβια επιγράμματα, εκδόσεις Άγρα), σεργιάνι στα νεκροταφεία των αιώνων, επ' ελπίδι Αναστάσεως. Ο ανθρώπινος πόνος ίδιος στους αιώνες. Ο άνθρωπος απελπισμένος μπροστά στην ανυπαρξία, απαρηγόρητος, ιδιαίτερα όταν έχει μια θεολογία που ταυτίζεται με την φυσική. Όταν δηλαδή ερμηνεύει την προέλευση των όντων χωρίς να δίνει ελπίδα και λύσεις για τη σωτηρία τους.
Η φύση οδοστρωτήρας, κραταιός ο θάνατος κι ανήμποροι οι ισχυροί απέναντί του. Μάταιος οποιοσδήποτε συναισθηματισμός, κάθε λυρισμός που προσπαθεί να σώσει ό,τι πολυτιμότερο, την ύπαρξη, το πρόσωπο, την αγάπη...
Μα τι πάνω απ’ τα τέκνα μας στενάζουμε βαριά,
Αντίπατρου Σιδωνίου 2ος αιώνας π. Χ.
Εγώ που με το γέλιο εφαίδρυνα το βίο των ανθρώπων τον πολυστένακτο, ο Φιλιστίων από τη Νίκαια, ενταύθα κείμαι-απομεινάρι μιας ζωής. Πολλούς θανάτους πέθανα, μα σαν κι αυτόν ποτέ μου.
Ανωνύμου
Η Λαμίσκη, που τη στερνή πνοή της άφησε στης γέννας τις οδύνες, στις λιβυκές ακτές κοντά στο Νείλο, κείται. Είκοσι χρονώ. Τα δίδυμα της χαθήκαν κι εκείνα. Κι εσείς κορίτσια, που δώρα φέρνετε, πάνω στο μνήμα το ψυχρό, θερμό το δάκρυ χύστε.
Διοσκουρίδου 3ος αιώνας π. Χ.
Τριών χρονών και στο πηγάδι έπαιζε κοντά ο Αρχιάναξ
Ποσείδιππου 3ος αιώνας π.Χ.
Αλίμονο! Ύπνο αξύπνητο κοιμάται ο Θηρίμαχος.
Διοτίμου Μιλησίου 1ος αιώνας π. Χ.
Σώθηκε από τη λαίλαπα και τη μανία της θάλασσας και τώρα κείται ναυαγός στη λιβυκή αμμουδιά, όχι μακριά από την ακτή. Ξεπνοημένος και γυμνός, ύπνο βαθύ κοιμάται ο καραβοτσακισμένος. Κι οχιά ολέθρια τον σκοτώνει. Μάταια λοιπόν πολέμησε τα κύματα σπεύδοντας στη στεριά και στη μοίρα που όφειλε;
Σταφυλλίου Φλάκκου 1ος αιώνας π. Χ.
Αρμύρα στάζουν τα μαλλιά σου κόρη δύσμοιρη. Ναυάγησες και χάθηκες στον πόντο, Λυσιδίκη. Τη θάλασσα σαν είδες να αγριεύει τρόμαξες και ρίχτηκες στα κύματα από το κοίλο πλοίο. Τώρα το όνομά σου δηλώνει ο τάφος στην πατρίδα σου την Κύμη, πλην τα οστά σου κύμα ψυχρό της ακτής τα λευκαίνει. Πικρό κακό για τον πατέρα σου: σε γάμο σε οδηγούσε, μα μήτε κόρη μήτε και νεκρή σε πήγε.
Ξενοκρίτου Ροδίου
Πικρό κακό, γαμπρό ή νύφη να θρηνείς. Μα ουδένα πένθος πιο βαρύ απ’ το διπλό χαμό τους - σαν το χαμό του Λυκαίνιου και της Εύπολης, της καλής του, που ο γάμος του ετελεύτησε την πρώτη μόλις νύχτα, όταν σωριάστηκε το δώμα.
Ανώνυμου
Πέντε χρονώ παιδί, αμέριμνη η ψυχούλα μου, κι ο άκαρδος με άρπαξε ο Άδης. Καλλίμαχο με λέγανε. Μα μη με κλαις. Μικρή η ζωή μου στάθηκε αλλά και στης ζωής τα βάσανα μικρό μερίδιο είχα.
Ανωνύμου
Ποιος λίθος δεν εδάκρυσε στο θάνατο σου Κάσσανδρε, ποια πέτρα εσέ τον αγλαό θα λησμονήσει; Μοίρα ανελέητη σε χάλασε και βάσκανος, στα μόλις είκοσί σου κι έξι. Χήρα η καλή σου τώρα, τους δόλιους τους γονιούς στο πένθος το βαθύ βυθίζεις.
Ανωνύμου
Το κρίμα τον γονιών μου που γεννήθηκα. Και που γεννήθηκα στον Άδη κατεβαίνω ο δυστυχής. Τίποτα δεν ήμουν. Γεννήθηκα. Και πάλι όπως πριν τίποτα θα γίνω. Γιατί μηδέν και τίποτα το γένος των ανθρώπων.
Ανωνύμου
Λειψά έφαγα, λειψά ‘ήπια. αρρώστησα πολύ. Και πέθανα. Έστω κι αργά. Στα τσακίδια λοιπόν όλοι σας
Σιμωνίδου του Κείου 556-467/6 π.Χ.
Του Ποσείδιππου τέσσερις γιους το σπίτι καταπλάκωσε, τέσσερις γιούς μαζί του άρπαξε ο Άδης, την πάσα ελπίδα του πατέρα αφανίζοντας. Τα μάτια του , όλο να κλαίει, να γοά, χάσαν το φως τους. Νύχτα κοινή κατέχει τώρα και τους πέντε.
Απολλωνίδου Σμυρνέως 1ος αιώνας π.Χ.
Την Κρηθίδα την πολύλογη, που αστεία ωραία γνώριζε την πήρε η σιωπή. Τον ύπνο που όλες οφείλουν κοιμάται.
Καλλίμαχου 4ος π.Χ.
Κάτω απ’ την πλάκα κείμαι. Έρωτα μ’ έλεγαν. Άδικα κόπηκα, σαν τριαντάφυλλο της άνοιξης. Στα τέσσερά μου έσπασε
της μοίρας μου το νήμα.
Ρώμη 2ος αιώνας μ. Χ.
Νόμος όλων ο νόμος του θανάτου. Άτρεπτη των Μοιρών η βούληση. Ότι αυτές κρατούν τ’ αδράχτι και το νήμα γνέθουν.
Όστια Ιταλίας 2ος μ.Χ. αιώνας.
Κοιτώνα νυφικό μου φτιάχναν οι γονείς μου, μα η Μοίρα τάφο πρόσταξε. Από το ρόδο γρηγορότερα μαράθηκα. Κι ενθάδε κείμαι.
Βιθυνία 4ος αιώνας μ.Χ.
Να όμως ένας λόγος διαφορετικός, γεμάτος πόνο μα συνάμα με ελπίδα παραμυθητική, Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος , ψυχή ευαίσθητη και ποιητική έκλαψε τη μάνα του την Νόννα, τον αδελφό του τον Καισάριο, τον πατέρα του τον Γρηγόριο, τον φίλο του τον Βασίλειο. Τους έκλαψε και μόνος έμεινε να στοχάζεται τον δικό του θάνατο. Προσδοκώντας την Ανάσταση:
Ποίος βίος; Από τάφο βγαίνοντας προς τάφο πάλι βαδίζω˙ για να γίνει χωνευτήρι άσπλαχνο του δόλιου σώματός μου……
Σκόνη ολούθε, στα μάτια μου χτυπά, ώστε πολύ μακριά απ’ τα φώτα του Θεού μου να βρεθώ, τοίχους στα σκοτεινά να ψηλαφώ, να σκοντάφτω πέρα και ‘δώθε, κι έξω απ’ της αιώνιας ζωής τη στράτα τα πόδια μου να’ χω.
Όμως εγώ από τον Χριστό μου δεν θα πάψω ποτέ σφιχτά να κρατιέμαι, κι όταν ακόμη απ’ τα δεσμά θα λύνομαι του χωματένιου μου βίου. Γιατί δυσύνθετος είμαι. Το σώμα μου φτιάχτηκε από τούτα, γι’ αυτό και συνεχώς κάτω προς το δικό του χώμα νεύει. Η ψυχή όμως πνοή είναι του Θεού και την υπέρτατη μοίρα της σφοδρώς πάντοτε ποθεί, που είναι μαζί του στα ουράνια.
Μεταγραφή: Επίσκοπος Ροδοστόλου Χρυσόστομος
Φώτιος