ΠΤΩΧΕΥΣΗ Ή ΠΛΟΥΤΟΣ;

 Εδώ και μήνες ζούμε το δράμα της πτώχευσης, ή μάλλον του κινδύνου της πτώχευσης. Τρομοκρατημένοι πολίτες από την παρακολούθηση του θρίλερ που ονομάζεται “Τέρμα η ευδαιμονία”, τρέχουν έξω στα καφέ για να το συζητήσουν και να το ρίξουν λιγάκι έξω, ρε αδερφέ.

Κάποιοι στην αρχή δεν το πίστεψαν, άλλοι διατύπωσαν την άποψη πως θα έπρεπε να πληρώσουν αυτοί που φταίνε, κι άλλοι νόμισαν πως δεν θα τους αγγίξει η κρίση. Σίγουρα πάντως το κρατήσαμε μακριά από τις καρδιές μας και από την συνειδητοποίηση της φτώχειας που απειλητικά πλησίαζε.
Σιγά-σιγά άρχισε να μας γίνεται αντιληπτό, όχι επειδή το φιλοσοφήσαμε-εξ άλλου πως να φιλοσοφήσεις κάτι το οποίο δεν το παίρνεις σοβαρά. Άρχισαν οι περικοπές, άρχισε να μειώνεται ο μισθός, άρχισε να κόβεται το δώρο, άρχισαν οι απολύσεις. Ο φόβος γιγάντωσε και θόλωσε το μυαλό μας. Και τώρα τι;
Αλήθεια, πόσοι άρχισαν να αναρωτιούνται για το αν θα έχουν να φάνε; πόσοι πραγματικά είναι σε αυτό το επίπεδο; μα είναι πράγματα αυτά; δηλαδή εκεί πρέπει να φτάσουμε, θα πούμε έντονα διαμαρτυρόμενοι.
Αν ησυχάζαμε για λίγο για να σκεφτούμε τι φοβόμαστε. Ξέρω είναι δύσκολο να ησυχάσει η καρδιά και να σταματήσει το μυαλό να στέλνει επικινδυνολογίες στο σώμα, όμως αν για λίγο προσπαθήσουμε να ησυχάσουμε χωρίς να πέσουμε σε εκείνη την πολύ γνωστή μας κατάσταση του ωχαδερφισμού, θα δούμε κατάματα για τι είδους στέρηση μιλάμε. 

Ζούμε κατέχοντας, ζούμε και χαιρόμαστε επειδή έχουμε καλύτερο φουστάνι, επειδή αποκτήσαμε καλύτερο αυτοκίνητο, επειδή μπόρεσαμε να μείνουμε σε καλό ξενοδοχείο, ζούμε επειδή έχουμε να ξοδέψουμε και να επιδειχτούμε. 
Αλήθεια, πόσο μας γεμίζουν όλα αυτά; ποιες αξίες μπορούν να μείνουν ακλόνητες στην αδιαφορία για επίδειξη; τι είμαστε αν δεν έχουμε; ποιοι είμαστε αν δεν ξοδέψουμε; ποιοι είμαστε αν δεν αγοράσουμε καινούργιο φόρεμα στον επόμενο γάμο, γιατί αυτό το φοράγαμε στον προηγούμενο; πως θα μπορέσουμε να αντέξουμε την ντροπή που ο γάμος μας δεν έχει την πολυτέλεια της ξαδέρφης μας; πως θα αρνηθούμε την πρόταση για μοίρασμα του τραπεζιού στο γνωστό και πολύ in σκυλάδικο;

Μόνο αυτό το "κατέχω" αναγνωρίζω στον εαυτό μου; Τι μένει εκεί πίσω από το φόβο της έλλειψης της ευδαιμονίας μου; Η φούσκα πως έχω χρήματα έσκασε. Τα δάνεια ακόμη και για τις διακοπές μου, ή για οτιδήποτε φαινόταν must, σταμάτησε να ισχύει σαν δυνατότητα. Κι εγώ που είμαι; Πως θα πορευθώ; ποιες αξίες και ιδανικά θα έχω; Εγώ που μέχρι χθες πίστευα στην αυτοδυναμία μου και στην ισχυρότητα της ευδαιμονίας μου, τι θα κάνω σήμερα που ίσως χρειαστώ βοήθεια; που θα απευθυνθώ; ω τι ντροπή να πρέπει να ζητώ βοήθεια από τους ανθρώπους που συνήθως τους έβλεπα ανταγωνιστικά. Από όλους αυτούς που θεωρούσα ότι εγώ θα τους έδειχνα ότι είμαι καλύτερος, πως τώρα θα πρέπει να σκύψω το κεφάλι και να πω πως δεν μπορώ να είμαι καλύτερος;
Δεν μπορώ ούτε να έχω, ούτε να συμμετέχω ανταγωνιστικά, ούτε να κορδώνομαι πως ο γιός μου διορίστηκε στο δημόσιο και ευτυχώς βολεύτηκε το παιδάκι μου, ή ότι η κόρη μου κάνει μπαλέτο, αγγλικά, γαλλικά και πιάνο. Τι θα έχω τέλος πάντων να πω στην επόμενη ανταγωνιστική εμφάνιση; Εντάξει σίγουρα φταίνε αυτοί που καταχραστήκανε το χρήμα. Ναι, όμως κι εγώ βοήθησα με την στάση μου, αυτή την τόσο γνωστή μου στάση: “εγώ να ' μαι καλά κι ας πάνε να πνιγούνε όλοι οι άλλοι”. Ποιος δε το σκέφτηκε αυτό, ποιος ακόμη και σήμερα αν του πούνε ότι δεν θα θιχτεί η προσωπική του καλοπέραση και η καλοπέραση των πολύ δικών του προσώπων δεν θα επαναπαυτεί κι ας κατεβαίνει σήμερα με πανό φωνάζοντας για την κλεψιά του δημοσίου χρήματος. 

Είμαστε σα τα κακομαθημένα παιδιά, που ζητούν να περνούν αυτά καλά κι ας πάει να καεί ο κόσμος όλος. Ζούμε σε μια φούσκα που λέγεται εαυτούλης μου και πάντα θα προσπερνάμε τους άλλους στη σειρά γιατί εγώ βιάζομαι, πάντα θα μπαίνουμε στα μέσα συγκοινωνίας πριν βγουν οι άλλοι γιατί κανείς δεν θα μου προηγηθεί, βιάζομαι να πάρω πρώτος το άγιο φως, γιατί θα έχω ευλογία μεγαλύτερη κι ας ποδοπατήσω ακόμη και τον παπά για να είμαι πρώτος. Μα σε τι είμαι πρώτος; σε τι θέλω να είμαι πρώτος όταν μένω μόνος στην κορφή ενός βουνού που αποτελείται από αντικείμενα και η ψυχή μου μαυρίζει και δεν ικανοποιείται με τίποτα και δώστου εμείς ψηλώνουμε την κορφή του στοιβάζοντας κι άλλα αντικείμενα. Για ποια πρωτιά μιλάμε που η γεύση της είναι κατάθλιψη και απέραντη μοναξιά;

Ξημερώνει μια νέα εποχή που μας δίνεται η δυνατότητα να βρούμε νέες αξίες. Ζούμε ιστορικές στιγμές όπου η ευδαιμονία θα πρέπει φεύγοντας να μας αφήσει αξίες που δεν κινδυνεύουν από την φθορά. Δεν είμαστε ότι κατέχουμε γιατί τότε θα ήταν σα να παραδεχόμαστε πως η ψυχή μας έχει την ίδια αξία με αυτά που προσκολλάται, πως γίνεται ίση κι όμοια με αντικείμενα φθαρτά και πρόσκαιρα.
 Η ψυχή μας είναι ταξιδευτής και δεν χωράει στην ύλη. Γίνεται ανώτερη αν της δώσουμε το χώρο να γίνει, γινόμαστε ότι  αγαπάμε. Εμείς αποφασίζουμε τι θα γράψουμε στην ψυχή μας και είτε την καταδικάζουμε στον θάνατο είτε την ανασταίνουμε και της δίνουμε την δυνατότητα να ζήσει την άνοιξη για πάντα...

Φωτεινή