του π. Χριστοδούλου Μπίθα
Σε όλα τα πολλά και σημαντικά που θα μπορούσαμε να πούμε ερμηνεύοντας την σημερινή περικοπή, ας σταθούμε λιγάκι σε κάτι που φαίνεται σε αρκετό κόσμο πολύ δύσκολο να το καταλάβει. Αναφέρομαι σ’ αυτό τον διάλογο που γίνεται στην αρχή ανάμεσα στους μαθητές και στον Χριστό, όταν βλέπουν τον τυφλό εκ γενετής και του υποβάλλουν ένα ερώτημα, το οποίο όχι μόνο εκείνη την εποχή, αλλά δυστυχώς και σήμερα πολλοί από εμάς θα ρωτούσαμε, μην γνωρίζοντας τι λέει η πίστη μας. Ρωτούν, λοιπόν, οι μαθητές: «Γιατί του συμβαίνει αυτή η εκ γενετής τύφλωση; Ποιος έχει αμαρτήσει; Αυτός ή οι γονείς του;»
Στο ερώτημα αυτό, οι μαθητές εκφράζουν μια απορία. Τι λέει αυτή; Κατ’ αρχάς βλέπουμε μια αντίληψη που υπήρχε στη ραβινική ερμηνεία της εποχής, από παρερμηνεία της γραφής, ότι δηλλαδή βαραίνει η αμαρτία των γονιών τα παιδιά. Δηλαδή, μία πράξη αμαρτωλή που κάνει ένας γονιός να έχει επίπτωση στο παιδί του. Αὐτό τό στήριζαν σε διάφορα χωρία, όπως στόν 50ο ψαλμό, πού λέει: Εν αμαρτίαις εγεννήθην καί εν αμαρτίαις εκίσσησσέ με η μήτηρ μου»
Ταυτόχρονα, δημιουργείται στους μαθητές άλλο ένα ερώτημα: «Πώς είναι δυνατόν να αμαρτήσει κάποιος πριν γεννηθεί;». Αυτό οφείλεται σε μία αντίληψη προερχόμενη από τις θεωρίες περί μετεμψυχώσεως που είχαν παρεισφρύσει στους Ιουδαίου, μάλλον από τήν Ελλάδα, όπου οι θιασώτες της έλεγαν ότι ο Χριστός υπονοεί ότι υπήρχε ζωή πριν από την ζωή. Και αυτό βέβαια είναι λάθος. Και δεν υπάρχει πουθενά άλλο΄΄υ στην Καινή Διαθήκη κάτι που να το υποστηρίζει αυτό.
Οι μαθητές λοιπόν εκφράζουν μια απορία. Δηλαδή, τι ακριβώς συμβαίνει; Γιατί ένας άνθρωπος να γεννιέται με ελαττώματα, με αναπηρίες; Δεν το χωράει το μυαλό του ανθρώπου αυτό. Καθόλου δεν το χωράει. Γεννιέται ένα παιδί υγιέστατο και το χαιρόμαστε και παίζουμε μαζί του και λίγο πιο ’κει γεννιέται ένα παιδί που κουβαλάει μια μεγάλη αναπηρία που θα το χαρακτηρίσει σε όλη του την ζωή. Και οι άνθρωποι που δεν είναι κοντά στην εκκλησία, ίσως και κάποιοι από εμάς που δεν έχουμε ισχυρή πίστη, λέμε «είναι άδικος ο Θεός». Και απαντά ο Κύριος: «ούτε για το ένα ούτε για το άλλο, δηλαδή, ούτε γιατί έφταιγαν οι γονείς του ούτε επειδή βέβαια θα μπορούσε να είχε αμαρτήσει πριν την γέννησή του. Αλλά για να δοξαστεί ο Θεός». Και πάλι θα πει κάποιος: «μα τι Θεός κακός είναι Αυτός, που για να δοξαστεί Εκείνος πρέπει ένας άνθρωπος να κουβαλήσει τέτοιο βάσανο στη ζωή του, τέτοια πίκρα, τέτοια αγωνία, που μπορεί να τον γονατίσει και να μην συνέλθει ποτέ;».
Πρώτα απ’ όλα να πούμε ότι σε μια πρώτη ερμηνεία, σ’ ένα πρώτο επίπεδο, καταλαβαίνουμε το εξής. Υπάρχει ένας τυφλός και το θαύμα που θα κάνει ο Κύριος και θα του δημιουργήσει όραση, στην ουσία μάτια του δημιουργεί, βάζοντας τον πηλό πάνω του και στην συνέχεια θα του ζητήσει να συμμετέχει σε αυτό το σχέδιο της σωτηρίας του, δηλαδή να πάει να πλυθεί στην κολυβήθρα του Σιλωάμ. Όλο αυτό θα κάνει τον Χριστό να δοξαστεί. Μην ξεχνάμε ότι αυτό το θαύμα, από τα μεγαλύτερα θαύματα, ίσως το μεγαλύτερο αφού δημιουργεί ο Κύριος μάτια, γίνεται κατά την εορτή της Σκηνοπηγίας που είναι μαζεμένοι όλοι στην Ιερουσαλήμ, έχουν βγάλει σκηνές έξω εις ανάμνηση της πορείας τους στην έρημο. Είναι όλοι μαζεμένοι εκεί και δεν είναι τυχαίο που το κάνει ο Κύριος εκεί αυτό το θαύμα. Δοξάζεται ο Χριστός, γίνεται γνωστό το όνομά Του, και στην συνέχεια μέσα από την θαρραλέα μαρτυρία του θεραπευμένου τυφλού, πάλι θα γίνει πιο πολύ γνωστό το όνομά Του.
Το ερώτημα παραμένει στα χείλη μας. Ε, λοιπόν; Διάλεξε ο Χριστός έναν τυφλό και παραπέρα υπήρχαν εκατοντάδες. Σακάτηδες, ανάπηροι, τυφλοί. Και τι έγινε; Το ’κανε σε έναν. Για να δοξαστεί Αυτός; Πάλι φαίνεται ένας Θεός κακός. Κάνει αυτό που Τον συμφέρει.
Μήπως όμως δεν είναι έτσι; Και μήπως η σημερινή περικοπή μας αφορά περισσότερο από ότι καταλαβαίνουμε σε ένα πρώτο επίπεδο ανάγνωσης; Κάθε άνθρωπος που έρχεται σ’ αυτό τον κόσμο έχει κάποια χαρίσματα, έχει κάποια ελαττώματα. Κάθε ένας από εμάς που είμαστε αυτή την στιγμή μέσα στον ναό, γεννηθήκαμε και κουβαλήσαμε το βάρος αυτό. Το να μην ξέρουμε τι χάρισμα έχουμε, το να μην ξέρουμε τι καλό μπορεί να κάνουμε. Ζηλεύουμε άλλους ανθρώπους που έχουν εμφανέστατα χαρίσματα. Άλλοι είναι πιο όμορφοι, άλλοι είναι πιο έξυπνοι, άλλοι πιο ικανοί. Κι είμαστε πολλοί από εμάς που λέμε «εγώ δεν έχω κανένα χάρισμα». Και βασανιζόμαστε σε όλη μας την ζωή. Συχνά νιώθουμε και απόρριψη από τους γονείς μας: «δεν είσαι καλός μαθητής, δεν είσαι καλό παιδί, δεν τα πας καλά». Νιώθουμε να πληγωνόμαστε ακόμη περισσότερο. Νιώθουμε απόρριψη και αυτό μας τρελαίνει γιατί το κουβαλάμε σ’ όλή μας την ζωή. Άλλοι από εμάς έχουμε εμφανέστατα χαρίσματα. Εισπράττουμε συνεχώς επαίνους. «Είσαι σπουδαίος, το καλύτερο παιδί του κόσμου, τι έξυπνος που είσαι, πρώτος στα μαθήματα, αριστούχος, σπουδαίος επιστήμονας, τι καλός παπάς». Και δεν καταλαβαίνουμε ότι και αυτό το κουβαλάμε σαν ένα μεγάλο βάρος που μπορεί να μας δημιουργεί συνεχώς έπαρση, κενοδοξία, περιφρόνηση στον διπλανό. Κι εμάς να μας βυθίζει σ’ ένα σκοτάδι μεγάλο, εωσφορικής έπαρσης.
Πώς δοξάζεται ο Θεός; Μα όταν ο κάθε άνθρωπος βρει ποιο είναι το δικό του το χάρισμα και καταλάβει ότι είναι δώρο του Θεού κι όχι δικό του έργο. Και μπορέσει αυτό το χάρισμα μετά, αφού το ζήσει με χαρά, να το αυξάνει συνεχώς. Να ευχαριστεί τον Θεό και να το αυξάνει συνεχώς και κάποια στιγμή να το κοινωνήσει με τους άλλους ανθρώπους.
Σκεφτείτε. Έχουμε ανακηρύξει αγίες τις μητέρες του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, κι ήταν απλώς μαμάδες, νοικοκυρές. Και τις ανακηρύξαμε αγίες γιατί βρίσκοντας αυτό το χάρισμα της μητέρας, της γυναίκας που ’ναι στο σπίτι, και αυξάνοντάς το, δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να γίνουν τα παιδιά τους άγιοι. Δεν τις ανακηρύξαμε αγίες επειδή κάνανε παιδιά, αλλά γιατί όντως αγιάζει κανείς όσο αυξάνει τα χαρίσματά του.
Θα πει κάποιος: Ωραία είναι όλα αυτά. Εγώ που γεννήθηκα με ένα μάτι; Εγώ που γεννήθηκα με μεγάλη μυωπία; Εγώ γεννήθηκα μ’ ένα φυσικό ελάττωμα; Κ.ο.κ. Ωραία τα λες για κάποιον που έχει πολλά χαρίσματα. Ωραία τα λες για κάποιον που απλώς έχει κάποια ελαττώματα. Τι γίνονται όλοι οι άλλοι; Και πάλι δίκαιο θα έχετε. Γιατί αν δεν μπορέσουμε όλα αυτά να τα δούμε μέσα από την πίστη μας, αν δεν μπορέσουμε να συγκλονιστούμε απ’ το γεγονός ότι η ζωή δεν σταματάει εδώ αλλά συνεχίζεται, αν δεν προγευτούμε αυτή την αίσθηση της αιωνιότητας, αν δεν καταλάβουμε ότι όλα, όλα συνεχίζονται, τότε πραγματικά αυτά μοιάζουν μάταια. Όλα μοιάζουν μάταια. Ας φάμε, ας πιούμε, αύριο πεθαίνουμε κι ο ισχυρότερος ας διαλύσει τον άλλο για να μπορέσει να επιβιώσει. Χωρίς Χριστό όλα είναι επιτρεπτά. Ας μην ηθικολογούμε. Φτάνει πια. Αρκετούς διαλύσαμε με τα μεγάλα μας λόγια. Χωρίς πίστη δεν μπορεί να στηρίξεις κανέναν. Και χωρίς πίστη δεν μπορεί να στηριχθεί κανείς.
Πώς δοξάζεται ο Θεός; Μα δοξάζεται όταν γίνεται το θέλημά Του. Δηλαδή ο καθένας μας να γίνει αυτό που του πρέπει να γίνει. Πέθανε ένας γέρος ασκητής, τον θεωρούσαν όλοι άγιο. Τον πλησίασαν οι μαθητές και του είπαν «μα γιατί έχεις τόση αγωνία;». Και είπε «Έχω αγωνία γιατί φοβάμαι τι θα συμβεί εκεί που θα πάω». Και του είπανε «Εσύ φοβάσαι;». «Ναι. Γιατί αν συναντήσω τον Θεό και μου πει γιατί δεν έγινες σαν τον Μωϋσή, θα Του πω, Κύριε να με συγχωρείς αλλά δεν μου ’δωσες τα χαρίσματα του Μωϋσή. Αν μου πει, γιατί δεν έγινες σαν τον Παύλο, θα Του πω, να με συγχωρείς αλλά δεν μου ’δωσες τα χαρίσματα του Παύλου. Θα ’χω παρρησία γι’ αυτό. Αν όμως μου πει, γιατί δεν έγινες αυτό που θα μπορούσες να γίνεις, δεν μπορώ να του απαντήσω τίποτα».
Ο Θεός δοξάζεται όταν εμείς γινόμαστε αυτό που μπορούμε να γίνουμε. Αυτό που μας αξίζει να είμαστε. Όταν δηλαδή, να το πούμε πιο θεολογικά, το κατ’ εικόνα με το οποίο μας έπλασε ο Θεός, την δυνατότητα να αγαπάμε, να ’μαστε ελεύθεροι, το οποίο είναι αμαυρωμένο από την αμαρτία μας μπορούμε να το καθαρίσουμε. Και να πορευθούμε προς τα Εκείνον, προς το καθ’ ομοίωσιν, να γίνουμε κατά χάριν Θεοί. Όταν το κάνουμε αυτό γινόμαστε αυτό που μας αξίζει να γίνουμε.
Δυστυχώς ο καθένας από εμάς ζηλεύει τον διπλανό. Κι επειδή ζούμε σε μια εποχή με αυτή την εμπορευματοποίηση της εικόνας που μας προβάλλει ασταμάτητα εικόνες, των λαμπερών, των όμορφων, των πανέξυπνων, των διάσημων, των πλούσιων, συγκρινόμαστε και λέμε «Γιατί να γεννηθώ; Τι Θεός είναι Αυτός άδικος; Γιατί να γεννηθώ εγώ άσχημος, έτσι, το ένα το άλλο;» Και δεν καταλαβαίνουμε ότι η πραγματική ομορφιά του ανθρώπου αναδύεται μόνο αν αυξάνει το χάρισμα που του έδωσε ο Θεός. Δεν είναι εύκολο, είναι ο αγώνας της ζωής μας.
Μα για κοιτάξτε στην ιστορία της ανθρωπότητας. Οι πραγματικά ξεχωριστοί άνθρωποι δεν ήταν ούτε οι όμορφοι, ούτε οι πανέξυπνοι. Ήταν εκείνοι που έγιναν αυτό που μπορούσαν να γίνουν. Και τους αγάπησαν οι άνθρωποι γι’ αυτό. Κι έτσι πεθαίνει μια απλή γιαγιά στο χωριό (το ’χω ζήσει αυτό που σας λέω) και λένε όλοι «αυτή ήταν αγία γυναίκα». Και λες εσύ μέσα στην αναζήτηση της νιότης σου «Μα γιατί; Γιατί ήταν αγία γυναίκα; Αγράμματη ήταν». Και σου λένε «αγαπούσε όλους, έτρεχε για όλο τον κόσμο, είχε ένα καλό χαμόγελο, ποτέ δεν γκρίνιαξε μέσα στην φτώχεια της». Και πας στην κηδεία της και λεν όλοι «μα ήταν αγία γυναίκα». Και γυρνάς στα δικά σου και γκρινιάζεις. Γιατί δεν είμαι έτσι, γιατί δεν είμαι αλλιώς, γιατί δεν μου δόθηκε εκείνο, γιατί δεν πήρα εκείνο.
Δοξάζεται ο Θεός όταν ο καθένας μας γίνεται αυτό που μπορεί να γίνει. Δοξάζεται ο Θεός όταν καταλάβουμε ότι αυτός ο Θεός είναι ένας Θεός που μας αγαπάει πάρα πολύ. Που δεν έχει τίποτα από αυτά που του προσδίδουμε εμείς, στην ουσία προσβάλλοντάς Τον: Τιμωρός, κακός, δίκαιος, σκληρός. Δεν είναι δίκαιος ο Θεός. Αν ήτανε δίκαιος θα είχαμε αφανιστεί όλοι. Μην Του ζητάμε την δικαιοσύνη την ανθρώπινη. Μην Τον ζηβλέπουμε σαν μια προσωπικότητα που μοιάζει μ’ εμάς. Δεν κάνουμε τίποτα διαφορετικό από αυτό που κάναν οι αρχαίοι Έλληνες. Θέλουμε έναν Θεό ο οποίος να οδηγεί τον στρατό της δικής μας πατρίδας ενάντια στους άλλους για να σκοτώνουμε. Θέλουμε έναν Θεό που να μας κάνει χάρες, να μας βρίσκει δουλειά, να περνάει το δικό μας παιδί στο πανεπιστήμιο κι όχι του αλλουνού. Θέλουμε έναν Θεό που να τιμωρεί όποιον εμείς δεν θέλουμε. Και προσέξτε. Θέλουμε κι έναν Θεό ο οποίος να καλλιεργεί τις ενοχές μας για να συνεχίζουμε να ’μαστε βυθισμένοι σ’ αυτό το σκοτάδι, δηλαδή στην τύφλωση.
Όμως ο Θεός είναι ο Θεός της αγάπης. Θα μπορούσαμε να Τον παρομοιάσουμε με την μάνα ή τον πατέρα που όταν κάνει τα πρώτα βήματα το παιδί και πέφτει κάτω δεν θυμώνει. Γελάει, γιατί ξέρει την συνέχεια. Αγαπάει ο γονιός. Περιμένει το παιδί όσες φορές και να πέσει. Κι άμα πέσει και χτυπήσει δυνατά και κλαίει, λυπάται. Βέβαια ο Θεός δεν λυπάται, είναι πέρα από αυτή την έννοια. Ο Θεός μόνο αγαπάει, είναι μόνο Αγάπη. Κι η ενέργειά Του στον κόσμο είναι μόνο αγάπη. Όταν το καταλάβουμε αυτό, όταν καταλάβουμε ότι αυτή είναι η πορεία μας, να αγαπήσουμε κι εμείς τον εαυτό μας, να αγαπήσουμε τον συνάνθρωπό μας, κι έτσι να νιώσουμε την αγάπη του Θεού, να την κοινωνήσουμε δηλαδή μαζί Του.
Αν μας διδάσκει κάτι το σημερινό Ευαγγέλιο, πέρα από την ιστορική ερμηνεία για το τι έγινε εκείνη τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, είναι να καταλάβουμε πως ο καθένας από εμάς δοξάζει τον Θεό όσο αυξάνει τα χαρίσματά του τα φυσικά κι όσο σιγά-σιγά αυξάνοντας τα φυσικά χαρίσματά του τα προσφέρει στους άλλους κι όταν ταυτόχρονα μ’ έναν τρόπο θαυμαστό, ανακαλύπτει ότι έχει κι άλλα χαρίσματα, που είναι αποτέλεσμα της χάριτος του Θεού στην ζωή του. Αυτή είναι η παράδοση της εκκλησίας μας. Αλλιώς πάμε χαμένοι.
Να πω και το τελευταίο για μια ακόμη φορά. Θα σηκωθεί μια μάνα εδώ μέσα και θα πει «Μα εμένα το παιδί μου γεννήθηκε ανάπηρο, ωραία είναι αυτά που λέτε, αλλά εγώ γιατί να ταλαιπωρούμαι; Εμένα δεν θα ’ρθει κανείς να μου θεραπεύσει το παιδί και να πει, να δοξάστηκε ο Θεός. Μήπως είστε σκληροί;» Και θα πω πάλι έχει δίκιο. Γιατί ο μοναδικός τρόπος για να υπερβούμε όλο αυτόν τον πόνο που υπάρχει στη ζωή, και δεν είναι μόνο αυτό, πόνος μπορεί να έρθει οποιαδήποτε στιγμή, ένα τροχαίο ατύχημα, μια καρδιακή προσβολή, μια εγκληματική ενέργεια και πλημμυρίζει η ζωή μας πόνο. Μοναδική μας ελπίδα είναι πως ό,τι λέει το Ευαγγέλιο είναι πραγματικότητα. Ότι ζει ο Θεός. Ότι η ζωή συνεχίζεται μετά από εδώ. Κι ότι εμείς μπορούμε να γίνουμε κοινωνοί αυτής της σχέσης με τον Θεό. Να γίνουμε μέτοχοι της χάριτος.
Οι άνθρωποι που δεν είναι κοντά στην εκκλησία πονούν πολύ, πάρα πολύ. Κι αντί να ηθικολογούμε και να τους λέμε μεγάλα λόγια «αρρώστησες, ευλογία απ’ τον Θεό έχεις» και να τους διαλύουμε, μόνο ν’ αγαπάμε. Μόνο ν’ αγαπάμε. Μόνο να σηκώνουμε το βάρος του διπλανού. Μόνο να λέμε έναν καλό λόγο. Μόνο αυτό. Και κατά τα άλλα να προσπαθούμε να αυξάνουμε τα χαρίσματά μας. Γιατί έτσι δοξάζεται ο Θεός.
Μήπως κι όταν κοιμηθούμε, όποια στιγμή συμβεί αυτό, μπορεί και αύριο το πρωί, να πουν οι άλλοι «τι καλός άνθρωπος που ήτανε, ένα καλό λόγο κι ένα χαμόγελο, μια στιγμή δεν τον άκουσα να γκρινιάζει». Για να πει κάποιος που ήξερε περισσότερα «αυτός όσο μπορούσε εκπλήρωσε τον σκοπό για τον οποίο γεννήθηκε». Έτσι δοξάζεται ο Θεός. Θα μπορούσαμε να πούμε πάρα πάρα πολλά γι’ αυτή την περικοπή. Ελάχιστα είπα. Μια υπόνοια μιας συζήτησης έδωσα που μπορούμε να την κάνουμε και αύριο. Ο Κύριος να δώσει να θεραπευτεί η τυφλότητά μας για να δούμε το φως της δόξας Του. Αμήν.