ΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ;




 


Κήρυγμα (ἀπόσπασμα)
π. Χριστόδουλου Μπίθα 
την Κυριακή της Ορθοδοξίας



 ...Δεν εί­ναι Χρι­στια­νός Ορ­θό­δο­ξος:


Ό­ποι­ος δεν δέ­χε­ται το Ευ­αγ­γέ­λιο και την Πα­λαι­ά Δι­α­θή­κη έτσι ό­πως ερ­μη­νεύ­ε­ται α­πό την Και­νή δι­α­θή­κη.


Ό­ποι­ος αρ­νεί­ται την πα­ρά­δο­ση αυ­τή των Α­πο­στό­λων, των Πα­τέ­ρων και των Α­γί­ων που μαρ­τύ­ρη­σαν με την ζω­ή της και πέ­θα­ναν α­πό α­γά­πη στον πλη­σί­ον και τον θε­ό.


Δεν εί­ναι Ορ­θό­δο­ξος ό­ποι­ος α­δι­α­φο­ρεί για την δι­δα­σκα­λί­α του Κυ­ρί­ου και των α­πο­στό­λων, δεν δέ­χε­ται την Εκ­κλη­σί­α ως κι­βω­τό της α­λή­θειας, μι­λά­ει για μια α­νώ­τε­ρη δύ­να­μη και δεν πι­στεύ­ει στην Α­νά­στα­ση. Εί­ναι σαν να α­κυ­ρώ­νει την εν­σάρ­κω­ση του Κυ­ρί­ου και την δι­δα­σκα­λί­α του. Πως μπο­ρείς να πι­στεύ­εις σε έ­να Θε­ό που δεν ξέ­ρεις τι δί­δα­ξε; Πως μπο­ρείς να προ­σκυ­νάς Α­γί­ους αν δεν ξέ­ρεις τι δί­δα­ξαν και για­τί μαρ­τύ­ρη­σαν; Αν δεν κα­τα­λα­βαί­νεις ό­τι η μο­να­δι­κή τι­μή στον ά­γιο εί­ναι η μί­μη­σή του.


Ό­ποι­ος δεν πι­στεύ­ει ό­τι ο Θε­ός «α­γά­πη ε­στί», ό­πως α­να­γρά­φει ο Ευ­αγ­γε­λι­στής Ι­ω­άν­νης. Ά­ρα ό­ποι­ος πι­στεύ­ει στην βί­α, στην αδικία, το μί­σος, τον δι­χα­σμό, στην βα­ναυ­σό­τη­τα, στον ρα­τσι­σμό, στην πε­ρι­φρό­νη­ση του δι­πλα­νού.


 Ο Θεός της α­γά­πης ζή­τη­σε: ΝΑ ΑΓΑΠΑΤΕ τον πλη­σί­ον, να α­γα­πά­τε τους ε­χθρούς σας, κά­νε­τε κα­λό σ’ αυ­τούς που σας μι­σούν,  ευ­λο­γεί­τε αυ­τούς που σας κα­τα­ρι­ούν­ται, προ­σεύ­χε­στε γι’ αυ­τούς που σας βλά­πτουν. Σ’ ό­ποι­ον σε χτυ­πά στη μια πλευ­ρά του σα­γο­νιού σου πά­ρε­χε και την άλ­λη, και α­πό αυ­τόν που σου παίρ­νει το πα­νω­φό­ρι μην τον εμ­πο­δί­σεις να πά­ρει και το που­κά­μι­σο. (Λουκ. 6,28)


Ά­ρα δεν εί­ναι Ορ­θό­δο­ξος Χρι­στια­νός ό­ποι­ος θε­ω­ρεί ό­τι «ο σκο­πός α­γιά­ζει τα μέ­σα», για λό­γους οι­κο­νο­μι­κούς, για λό­γους φυ­λε­τι­κούς, για λό­γους πο­λι­τι­κούς και θέ­λει να ε­ξο­λο­θρεύ­σει τους άλ­λους. Κα­νέ­να κόμ­μα δεν έ­χει δι­καί­ω­μα να μι­λά­ει για Χρι­στι­α­νι­σμό αν πι­στεύ­ει στην βί­α και στο μί­σος, αν δεν δέ­χε­ται τον Α­να­στη­μέ­νο Χρι­στό.


Δεν εί­ναι Ορ­θό­δο­ξος ό­ποι­ος στο ό­νο­μα ο­ποι­ασ­δή­πο­τε κοι­νω­νι­κής δι­και­ο­σύ­νης θέ­λει να ξε­πα­στρέ­ψει τους αν­τί­πα­λους του για να φέ­ρει τον δι­κό του ψευ­το­πα­ρά­δει­σο. Ο ει­κο­στός αι­ώ­νας φέ­ρει το φρι­κτό στίγ­μα των ε­κα­τον­τά­δων ε­κα­τομ­μυ­ρί­ων νε­κρών, ε­πει­δή οι μά­ζες σα­γη­νεύ­τη­καν α­πό δι­α­φό­ρων λο­γι­ών πα­ρα­δεί­σους που έ­τα­ζαν ψω­μί και ε­ξου­σί­α.


Δεν εί­ναι ορ­θό­δο­ξος, δεν έ­χει ορ­θή πί­στη, ό­ποι­ος στο ό­νο­μα του Χρι­στού, βρί­ζει ό­λους τους πα­ρα­πά­νω, τους μι­σεί και θέ­λει να τους ε­ξο­λο­θρεύ­σει. Δεν έ­χει ορ­θή πι­στη ό­ποι­ος χρη­σι­μο­ποι­εί την Ορ­θο­δο­ξί­α ως ι­δε­ο­λο­γί­α για να κη­ρύτ­τει θρη­σκευ­τι­κό φα­να­τι­σμό, να αυ­το­δι­και­ώ­νε­ται Φα­ρι­σα­ϊ­κά α­πέ­ναν­τι στον αμα­ρτω­λό, ό­ποι­ος αν­τί να βλέ­πει τους άλ­λους ως ει­κό­νες Χρι­στού τους βλέ­πει σαν ε­χθρούς.


Δεν εί­μαι Ορ­θό­δο­ξος, α­κό­μα κι αν εί­μαι κλη­ρι­κός ή α­σκη­τής, α­κό­μα κι  αν ξέ­ρω να μι­λώ ό­λες τις γλώσ­σες των αν­θρώ­πων και των αγ­γέ­λων, αλ­λά δεν έ­χω α­γά­πη, τό­τε εί­μαι έ­νας ά­ψυ­χος χαλ­κός που βου­ί­ζει ή κύμ­βα­λο που ξε­κου­φαί­νει με τους κρό­τους του. Α­κό­μα κι αν έ­χω το χά­ρι­σμα να προ­φη­τεύ­ω και να γνω­ρί­ζω ό­λα τα μυ­στή­ρια και ό­λη τη γνώ­ση, και αν έ­χω ό­λη την πί­στη, ώ­στε να με­τα­κι­νώ με τη δύ­να­μη της α­κό­μη και βου­νά, αλ­λά δεν έ­χω α­γά­πη, τό­τε δεν εί­μαι τί­πο­τε α­πο­λύ­τως, όπως λέει ο Μέγας Παύλος.


Και αν που­λή­σω ό­λη την πε­ρι­ου­σί­α μου για να χορ­τά­σω με ψω­μί ό­λους τους φτω­χούς, και αv πα­ρα­δώ­σω το σώ­μα μου για να κα­εί, αλ­λά α­γά­πη δεν έ­χω, τό­τε σε τί­πο­τε δεν ω­φε­λού­μαι.


Βε­βαί­ως, ε­πει­δή εί­μα­στε α­δύ­να­μοι, μπο­ρεί να μην έ­χου­με πα­ρά λί­γα α­π’­ό­λα αυ­τά που χα­ρα­κτη­ρί­ζουν την ορ­θή πί­στη. Αν ό­μως α­να­γνω­ρί­ζου­με την α­δυ­να­μί­α μας, κα­τα­λα­βαί­νου­με τα λά­θη μας, κλαί­με για τις α­μαρ­τί­ες μας, προ­σπα­θού­με να στα­μα­τά­με το μί­σος και την κα­τά­κρι­ση, αν δη­λα­δή πα­ρά την α­σθε­νειά μας, με­τα­νο­ού­με και αγαπάμε και ευ­χα­ρι­στού­με, χαι­ρό­μα­στε και ευ­χό­μα­στε, τό­τε τα α­δύ­να­τα στους αν­θρώ­πους γί­νον­ται δυ­να­τά με την χά­ρη του Θε­ού.