«...Η Κυρία Θεοτόκος
κατά τον έξω χαρακτήρα και ήθος του σώματος, ήτον σεμνή και αεβασμία
κατά πάντα, ολίγα και αναγκαία λαλούσα' ήτον ογλίγορος εις το να υπακούῃ
και ευπροσήγορος· ετίμα όλους και επροσκύνει. είχε το μέγεθος
του σώματος μέσον και σύμμετρον' ή, ως άλλοι λέγουσι, το μέγεθος είχεν
υψηλότερον από το μέσον' δεν επαρρησιάζετο εις κάθε άνθρωπον'
ήτον μακράν από γέλωτα και έξω από κάθε ταραχήν και θυμόν.
Το χρώμα του θεοδόχου
της σώματος, ήτον όμοιον με το χρώμα του σιταριού' είχε ξανθάς τας τρίχας
της κεφαλής' είχεν οφθαλμούς πολλά ωραίους, χρωματισμένους με θείαν
σεμνότητα, ωραϊσμένους με κόρας οξείς καί όμοιας με την ελαίαν και
καλλυνομένους με βλεφαρίδας φαιδροπρεπείς' είχε τα οφρίδια μαύρα
κυκλικώς εσχηματισμένα' είχε την μύτην ομαλήν και ευθείαν' τα πανάμωμα
χείλη της ήτον ανθηρά, λάμποντα κοσμίως με ερυθρόν χρώμα και γέμοντα
από την των λόγων γλυκύτητα' είχε το ιεροπρεπές πρόσωπον, όχι
στρογγυλόν, αλλά ολίγον μακρύ' είχε τας θεοδόχους χείρας της μακράς,
ομοίως και τους δακτύλους των χειρών μακρούς και τετορνευμένους με λεπτότητα'
Ήτον ανυπερήφανος και
ανεπίδεικτος, χωρίς να δείχνῃ καμμίαν βλακίαν καί έκλυσιν' είχε
ταπείνωσιν υπερβάλλουσαν. Εφόρει και ηγάπα ρούχα φυσικώς από λόγου
των χρωματισμένα, καθώς τούτο δηλούται από το άγιον και ιερόν αυτής
Μαφόριον, αυτόχροον υπάρχον. Και δια να ειπούμεν καθολικώς, η Κυρία
Θεοτόκος ήτον και κατά τα εξωτερικά μέλη του παναχράντου αυτής σώματος,
γεμάτη από τόσην θείαν χάριν και σεβασμιότητα, ώστε όπου, όστις έβλεπεν
αυτήν, ελάμβανεν εις την ψυχήν του ένα κάποιον φόβον και ευλάβειαν, συγκεκραμμένην
ομού με μίαν εσωτερικήν χαράν και χωρίς να την ηξεύρη πρωτίτερα, εγνώριζεν
από μόνον τον εξωτερικόν χαρακτήρα της, ότι αληθώς αυτή είναι Μήτηρ
Θεού...».