Βλέπω συχνά στο θρανίο σου γραμμένα ονόματα, από κείνα που τα ‘κανε τόσο
γνωστά σήμερα στα σπίτια των ανθρώπων η τηλεόραση. Προχθές, σαν άκουσες κάποιο
απ’ αυτά τα ονόματα, είδα να ζωγραφίζεται στα μάτια σου, που άνοιξαν διάπλατα, ένας
ανυπόκριτος θαυμασμός.
Μα θέλω να σου θυμίσω μια απλή αλήθεια: ό,τι θαυμάζεις, αυτό και μιμείσαι
και ό,τι μιμείσαι, αυτό και γίνεσαι και ό,τι γίνεσαι, αυτό και αξίζεις• και συ αξίζεις πολλά, παιδί μου, γιατί είσαι το «αύριο» του κόσμου.
Απορρίπτεις με πάθος τον κόσμο που φτιάξαμε εμείς οι μεγάλοι για σένα. Εσύ
υπόσχεσαι με ζέση πως θα χτίσεις το «αύριο» καλύτερα από μας. Γι’ αυτό, παιδί
μου, επειδή σε ξέρω καλά, θέλω να ζωγραφίσω μπροστά στα εφηβικά σου μάτια, τα διψασμένα
να θαυμάσουν, τρεις μορφές που έσπασαν τα στεγανά του χρόνου και τ’ όνομά τους δεν
το κατάπιε η λήθη. Είναι εκείνοι που από παιδάκι του Δημοτικού έμαθες να τους λες
«Τρεις Ιεράρχες».
Η ζωή τους ορίστηκε, όπως η ζωή του καθενός μας, κεράκι ταγμένο να χαρίσει
κάπου τη μικρή του φλόγα. Κι εκείνοι μας δείξανε το δρόμο• και πιο πολύ σε σένα,
παιδί μου, που η φλόγα σου, λιγόζωη ακόμα, λαχταρά κάπου να φωτίσει.
Μην την αφήσεις ανυπεράσπιστη στις θύελλες των καιρών μας• κι είναι τόσα
αυτά που απειλούν σήμερα να σου την αφανίσουν.
Πρόσεχε, καλό μου παιδί, μην όλα αυτά σου σβήσουν το κεράκι σου και μείνουν
τα όνειρά σου στάχτη• γιατί εσύ δεν πλάστηκες γι’ αυτό. Πλάστηκες να χαρείς τις
όμορφες λαχτάρες που φτερούγισαν στα δεκαπέντε σου χρόνια: να θησαυρίσεις μέσα σου
φως, να σκορπίσεις γύρω σου φως, ν’ αφήσεις πίσω σου έστω και λίγο φως, για να διαλύσει
τα σκοτάδια αυτού του κόσμου, που τόσο αποστρέφεσαι!
Αυτό έκαναν εκείνοι. Γι’ αυτό κι η Ιστορία κράτησε φυλαχτό τα ονόματά τους
κι η Εκκλησία έβαλε πλάι σ’ αυτά τρεις λέξεις υπέροχες, που δεν έχουν ανάγκη από
εισαγωγικά: Μέγας, Θεολόγος, Χρυσόστομος.
Ίσως θα με ρωτήσεις: «Μα πως το πέτυχαν; Πως δεν τους νίκησε η φθορά της
εποχής τους, που εμένα τόσο με συνθλίβει;» Γιατί, βέβαια, στις μέρες μας το κακό
περίσσεψε, μα δεν βρέθηκε ως τα σήμερα εποχή, που να της λείψει το κακό.
Όμως εκείνοι δεν σκιαχτήκανε από τις νύχτες των καιρών τους! Γίνανε πυρσοί
και τις φωτίσανε, γιατί άναψαν το κεράκι τους από το φως Εκείνου που, μόνος
στην ιστορία των ανθρώπων, είπε: «Ἐγώ εἰμί τό φῶς τοῦ κόσμου»!
Η αγάπη γι’ Αυτόν ήταν που σκόρπιζε το βιός του Βασιλείου στα χέρια των φτωχών.
Η αγάπη γι’ Αυτόν ήταν που πύρωνε τον Ιωάννη, όταν, πάνω απ’ τον άμβωνα, έκανε τις
αρχόντισσες της Βασιλεύουσας να βγάζουν τα χρυσά τους περιδέραια, για να τραφούν
οι πεινασμένοι και να ελευθερωθούν οι δέσμιοι. Η αγάπη γι’ Αυτόν ξέχυνε την καρδιά
του Γρηγορίου σε κείμενα, όπου η ομορφιά της γλώσσας μας φτέρωνε τα πετάγματα του
φωτισμένου νου του ως τ’ απροσπέλαστα ύψη του Θεού.
Κι οι άνθρωποι μαλώνανε ποιος να ‘ταν τάχα ο πιο μεγάλος απ’ τους τρεις,
να τον τιμήσουν περισσότερο. Μα σας τους βάλαν πλάι-πλάι ν’ αντιμετρήσουνε
την προσφορά τους, είδαν να γράφεται πίσω απ’ το βίο και το δώρημα του καθενός τους
το ίδιο μέτρο• η αγάπη για τον Θεό, που εμπνέει τη θυσία για τον άνθρωπο.
Κι έτσι, αποφάσισαν να τους γιορτάζουνε μαζί κάθε Γενάρη στις 30, για να
μας δείχνουνε το δρόμο –και πιο πολύ σε σένα, παιδί μου-, το δρόμο της αληθινής
ζωής: Εκείνον που στο «Ἐγώ εἰμι τό φῶς» συμπλήρωσε και «...ἡ ὁδός καί ἡ ἀλήθεια καί
ἡ ζωή».
Παιδί μου,
Αυτός είναι
ο μοναδικός δρόμος, που θα σε βγάλει στα όνειρά σου. Και κάθε μερα, στην έδρα ή
στα γόνατα, γι’ αυτό είναι που μοχθώ για σένα: να τον βρεις και να τον περπατήσεις.
Τότε θα ξέρεις...ποιους θα θαυμάζεις.
Ο Δάσκαλός σου