Τα­ξι­δεύ­ον­τας

Βασίλη Μπόκου


Φεύ­γον­τας ἀ­πό τήν πό­λη, μᾶλ­λον μου­τζού­φλης καί κλει­δαμ­πα­ρω­μέ­νος μέ­σα σου, συμ­βαί­νει με­ρι­κές φο­ρές νά ἐ­κτε­θεῖς στήν θέ­α ἑ­νός δει­λι­νοῦ. Τέ­τοι­ας γο­η­τεί­ας, πού μέ­σα σέ  λί­γες στιγ­μές, δέν μπο­ρεῖς πα­ρά νά πα­ρα­δε­χθεῖς πώς ἔ­χεις μα­γευ­τεῖ ὁ­λό­τε­λα ἀ­πό αὐ­τό πού ἀν­τι­κρύ­ζουν τά μά­τια σου. Ἡ βου­ή τῆς πό­λης ἔ­χει σι­γή­σει, καί κα­θώς τό αὐ­το­κί­νη­το ἀ­νη­φο­ρί­ζει μέ σκέρ­τσο τόν δρό­μο του, βρί­σκεις ἐ­πι­τέ­λους τήν ἠ­ρε­μί­α πού ζη­τοῦ­σε μέ­ρες τώ­ρα ἡ ψυ­χή σου, μά ἔ­κα­νες πώς δέν τήν ἄ­κου­γες. Ὥ­ρα γιά πε­ρι­συλ­λο­γή λοι­πόν, ἀ­τε­νί­ζον­τας τό ὑ­πέ­ρο­χο θέ­α­μα πού σου προ­σφέ­ρει τοῦ ἥ­λιου τό φευ­γιό, στῆς ἡ­μέ­ρας τήν χά­ση. Παι­χνί­δια τοῦ φω­τός στά σύν­νε­φα, κά­θε στιγ­μή καί λί­γο δι­α­φο­ρε­τι­κά, κά­θε λε­πτό μο­να­δι­κό. Πραγ­μα­τι­κό ἔρ­γο τέ­χνης. Ἕ­να ἔρ­γο, πού τό­σο γεν­ναι­ό­δω­ρα σέ κα­λεῖ ἡ φύ­ση νά πα­ρα­κο­λου­θή­σεις δω­ρε­άν, ἀ­νώ­τε­ρο ἴ­σως ἀ­πό πολ­λούς πί­να­κες ζω­γρα­φι­κῆς ἤ ται­νί­ες πού κό­στι­σαν ἑ­κα­τον­τά­δες χρή­μα­τα. Ἔρ­γο, πού στό γκρί­ζο τῆς πό­λης, σοῦ δι­α­φεύ­γει, ἔ­τσι ἁ­πλά, κά­θε μέ­ρα. Ὅ­μως αὐ­τό εἶ­ναι ἐ­κεῖ, πι­στό στό ραν­τε­βού του, καί σή­με­ρα τά κα­τά­φε­ρες· ἤ­δη κά­που τα­ξι­δεύ­εις μα­ζί του.