Εδώ και πολλά
χρόνια κάθε φορά που η ψυχή μου πεινασμένη ζητούσε ουρανό, στα χείλη μου ανέβαινε
το «Τόν νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον…» προσμονώντας να φτάσω στο «Λάμπρυνόν
μου τήν στολήν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα, καί σῶσόν με». Η επίκληση στον Φωτοδότη έφτανε , για να κλείσει μέσα της τη βεβαιότητα
για το θερμό της αγάπης Του, το διαυγές και ειρηνικό της παρουσίας Του και το ιλαρό
της αγαθότητάς Του. Το ’χω τραγουδήσει (με την απλότητα του ψαλμού που γίνεται στα
μέτρα μας τραγούδι) σε όλα μου τα ανίψια με την ευχή/ προσευχή η ψυχή τους να ζυμωθεί
με φως και ν’ αναγνωρίσει – ίσως και να καταφύγει σε – Αυτόν.
Η ίδια επίκληση, η ίδια δοξολογία στο Φως
το αῒδιον και στο απολυτίκιο της Μεταμορφώσεως
του Σωτήρα και είναι η δική μου η ψυχή βρέφος που κοιτά τον ουρανό…
Ε. Ζ.