π. Βασίλειος Χριστοδούλου
«Εἶμαι διατηρητέο, εἶπε τό χάος στούς ἐργολάβους.
Μέσα, τά πράγματα θά μείνουν ὅπως εἶναι.
Μικροαλλαγές μόνο στήν πρόσοψη ἐπιτρέπω» (Κική
Δημουλᾶ)
Σκεφτήκαμε ποτέ μήπως αὐτό τό «χάος» εἶναι ὁ ἐσώτερός μας ἑαυτός, ἀχανής καί ἀτακτοποίητος, ἄγνωστος καί ἀπειλητικός; Ἕνα χάος πού ἡ ἀρχαιολογία τῶν ἐτῶν καί τῆς συνήθειας
τό κήρυξε διατηρητέο καί γι’ αὐτό ἀπείραχτο καί μή ἐπισκέψιμο.
Ἀναλογιστήκαμε
ποτέ ὡς ἐργολάβους τά μαστόρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς («γυναῖκες» καί «ἄνδρες») τήν ὑπακοή δηλαδή καί τήν ταπείνωση, τόν πόνο καί τήν ἀπώλεια, τήν ἐγκράτεια καί
προσευχή, στούς ὁποίους ἀπαγορέψαμε τήν εἴσοδο στά
χαοτικά ἐνδότερα καί
τούς ἀφήσαμε νά μπογιατίζουν μέ χρώματα
φανταχτερά τήν προσόψια συμπεριφορά;
Διερωτηθήκαμε, ἄν μέ τόν τρόπο μας αὐτό ἀκυρώνουμε τήν ἱκανότητά
τους νά εἰσέρχονται μέ
βαθιές τομές στό χάος, δουλεύοντας ὄχι ἐπισκευαστικά
ἀλλά ἀναγεννητικά τόν ἐσώτερό μας ἑαυτό, ἐπιτρέποντάς
τους τήν παραμονή μόνο στήν ἐπιφάνεια,
σπατουλάροντας κάθε ρωγμή καί γκρέμισμα, δημιουργώντας τήν ψευδαίσθηση μιᾶς εὐρωστίας;
Τό μεγάλο ταξίδι πρός τόν ἄγνωστο ἑαυτό μας
-προϋπόθεση ἄλλωστε ἀπαραίτητη τῆς
Θεοενοίκησης- πού ποτέ δέν ἔγινε, καί ἔτσι, γι’ Αὐτόν τόν Θεό πάντοτε,
«οὐκ ἦν τόπος ἐν τῷ καρδιακῷ καταλύματι».
Ἴσως καί γιά
τόν λόγο αὐτό οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι
σήμερα κρατοῦν μία ἀπόσταση ἀπό τόν ἐκκλησιαστικό τρόπο ζωῆς, διότι ὑποψιάζονται ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν
συστήνει ἁπλῶς καί μόνο ἕναν τρόπο
συμπεριφορᾶς (ἀνώδυνο στήν ἐπίτευξή του),
ἀλλά προκαλεῖ μία ἐπώδυνη κατάδυση
στόν ἐσώτερο ἑαυτό μας, ἐπισκέπτεται
τό «χάος» μας γιά νά τό γνωρίσουμε, δημιουργεῖ ἀφετηριακά
τίς προϋποθέσεις μιᾶς αὐτογνωσίας, ξεμπερδεύοντας ὁ ἄνθρωπος μιά καί καλή ἀπό ὅλα τά ἐπιχρίσματα
ψευτιᾶς καί ὑποκρισίας, καί αὐτό ἴσως εἶναι πού ὁ σημερινός ἄνθρωπος φοβᾶται.
Ὁ Θεός, ὅπως ὁ Ἴδιος ὁ Χριστός μᾶς ἀποκάλυψε (Λκ. ιζ΄ 20,21), δέν γνωρίζεται «μετά παρατηρήσεως», δηλαδή μέ ἐντυπωσιακά καί φαντασμαγορικά γεγονότα, οὔτε «ἐροῦσιν ἰδού ὧδε ἤ ἰδού ἐκεῖ», οὔτε δηλαδή
συναντᾶται σέ ἐξωτερικούς χώρους καί σέ συμβάντα ἐπιφανείας, ἀλλά ἀποκαλύπτεται στόν χῶρο ἐκεῖνο πού πνέει
τά χαρακτηριστικά Του, πού ἔχει κτισθεῖ μέ τίς ζωογόνες ἀνάσες Του,
στόν χῶρο τῆς καρδιᾶς. Ὁ Χριστός δέν εἶπε: «Ἐγώ βρίσκομαι μέσα σας» ἀλλά «ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστι», πού σημαίνει, ὅτι ὁ καρδιακός τόπος γίνεται ὄχι ἁπλῶς ὁ χῶρος τῆς ἀπομόνωσης
καί μοναξιᾶς τοῦ Θεοῦ ἀλλά ὁ χῶρος συνεύρεσης ἀγαπητικῆς τοῦ ἀνθρώπου μέ Ἐκεῖνον, ἀφοῦ ἡ Βασιλεία
Του εἶναι ἡ αἰώνια
κοινωνία τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο. Στόν
χῶρο τῆς καρδιᾶς δέν ἀτενίζουμε τόν Θεό, ἀλλά Τόν
συναντοῦμε, εἰσπράττοντας προκαταβολές παραδείσου.
Γιά τήν συνάντηση λοιπόν αὐτή μέ τόν Θεό ἀπαιτεῖται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ του. Καλοῦμε τόν Θεό
νά φιλοξενηθεῖ σέ χῶρο στόν ὁποῖο δέν γνωρίζουμε νά πᾶμε ἀλλά καί πού οἱ
περισσότεροι ἀπό ᾽μᾶς ἀγνοοῦμε καί τήν ὕπαρξή Του. «Εἰ βούλει γνῶναι Θεόν, προλαβών γνῶθι σ’ αὐτόν» συστήνει ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής καθιστώντας τήν αὐτογνωσία ὡς τήν μόνην ὁδό γιά τήν Θεογνωσία. Ἡ γνώση τοῦ ἑαυτοῦ μας εἶναι μία ἐπώδυνη κατάδυση στά ἔγκατα τῆς ψυχῆς. Ἐκεῖ πού
βρίσκεται ἡ πρωτόπλαστη
ἀθωότητα, ἡ καθάρια θέα τοῦ Θεοῦ. Καθώς καταδύεσαι ἀντιλαμβάνεσαι
ὅλα ἐκεῖνα τά στοιχεῖα τά ὁποῖα ἔχουν
συσσωρευθεῖ στόν διάβα
τῆς ζωῆς σου καί μέ τά ὁποῖα ἔχεις χάσει
τήν θέα τοῦ ἑαυτοῦ σου, τῆς πραγματικότητάς σου, τῆς ἀλήθειάς σου.
Χάσαμε τόν Θεό γιατί χάσαμε τόν ἑαυτό μας. Τό νά δοῦμε κατάματα
τόν ἑαυτό μας εἶναι ἀρκετά ἐπώδυνο, γι’ αὐτό ἄλλωστε καί τό ἀποφεύγουμε. Ἡ ἐνδοσκαφή αὐτή τοῦ ἀνθρώπου τόν φέρνει ἐνώπιον ἐκπλήξεων μοναδικῶν. Ἐπιστρέφει σέ χρόνο ἀρχέγονης
δημιουργίας, συναντᾶ τήν
καταγωγική του ἀρχή, ζεῖ τίς πρωτόπλαστες στιγμές τοῦ παραδείσου, ὅπου ἡ ἀνθρώπινη
τρυφερότητα σεριάνιζε δειλινά μέ τόν Θεό. Ἀντιλαμβάνεται σταδιακά τήν Θεϊκή ἀξία του.
Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά
γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τό ὑλικό του.
Γνωρίζει τίς προϋποθέσεις καί δυνατότητες τοῦ ἑαυτοῦ του μέ τίς ὁποῖες καλεῖται νά
δουλέψει τήν σχέση του μέ τόν Θεό καί τούς ἀνθρώπους. Νά μήν πιθηκίζει συμπεριφορές, νά μήν μετακενώνει τόν τρόπο τῶν ἄλλων, νά μήν
ζηλεύει, νά μήν ξενοκοιτᾶ, ἀλλά νά χαράζει τήν δική του πορεία. Μία ἀπό τίς μεγαλύτερες, ἄλλωστε,
προκλήσεις τῶν ἱερέων-πνευματικῶν εἶναι νά ὁδηγοῦν τούς ἀνθρώπους ὄχι στήν κατανόηση τῶν ἁμαρτιῶν τους ἀλλά στήν συνειδητοποίηση τῆς ἀθέατης ὀμορφιᾶς τους, στήν ἐπίγνωση τῶν ἄγνωστων ἰδιαιτεροτήτων τους.
Μέ τόν τρόπο αὐτό μπαίνει μπροστά τό ἐργοτάξιο πού
λέγεται «ἑαυτός». Οἱ πρῶτες καί
σημαντικές ἀλλαγές ἔρχονται ἀπό τά μικρά
καί καθημερινά. Ἐκεῖ πού δέν μποροῦμε νά ὑποφέρουμε τόν ἄλλο, ἐκεῖ πού ἐκρήγνυνται οἱ ἐλλείψεις μας, ἡ ἀνυπομονησία μας, τό κουτσομπολιό, ἡ κατάκριση, ἡ ζήλεια. Οἱ ἀλλαγές δέν ἔρχονται μέ τό νά νηστέψω περισσότερο, νά προσευχηθῶ ἐντονώτερα,
νά αὐξήσω τίς γονυκλισίες μου. Ὅλα αὐτά θά μοῦ θρέφουν τόν ἐγωισμό μου, ὅπως καί στόν Φαρισαῖο τῆς παραβολῆς, ἄν δέν ὑπάρξει ἡ πάλη μέ τήν μικρή ἀδηφάγα
καθημερινότητα. Αὐτή ἡ πάλη στό καθημερινό πλαίσιο τῶν σχέσεών μας εἶναι πού
δημιουργεῖ τίς
διόδους, ὥστε τά
μαστόρια τῆς πνευματικῆς ζωῆς (προσευχή,
ἐγκράτεια, ταπείνωση κ.ἄ.) νά ἀναλάβουν ἐργασία ἐνδοσκαφῆς καί ἀνακαίνισης.
Ἀκολουθώντας καί πάλι τήν ποιήτρια στήν εἴσοδό της τώρα στό σπίτι τό καλοκαιρινό, φαντάζομαι ἕνα καλοκαίρι τόν Θεό καί σπίτι τήν καρδιά μου, ἀναστενάζοντας τόν τελευταῖο της λυγμό:
«Γιά ν’ ἀνέβω τή
σκάλα καί νά μπῶ στό σπίτι
τοῦ καλοκαιριοῦ πρέπει νά παραμερίσω πυκνά ἐμπόδια: κισσούς, γιασεμιά, κοράλλια, μπιγόνιες, κλαδιά ἀπό τήν κληματαριά, κι ὁλόκληρες ἀγκαλιές βασιλικό. Νά ᾽ταν, Θέ μου,
ὅλα τά ἐμπόδια λουλούδια». (Κική Δημουλᾶ)