στη ρίζα ενός δέντρου
και περίμενε τη μητέρα του. Δίπλα στ’ αυτί του,
πάνω σ’ ένα κλαδί, πού η πνοή του φωτός
περισσότερο
παρά το αγεράκι το σάλευε ανάλαφρα,
κελάηδαγε, αμέριμνο, ένα πουλί.
Απ’ το ράμφος του έσταζαν διάφανες τρίλλιες
στο ποτάμι που κύλαγε. Χαμογελούσε ο Ιησούς.
Περιμένανε τη μητέρα του να τους φέρει
δυο δάχτυλα μαύρο ψωμί.
Η ζωή είναι όμορφη.
Νικηφόρος Βρεττάκος