Το '82 χάσαμε τη μητέρα μας.
Πέθανε μια Κυριακή του Οκτώβρη. Την ίδια μέρα έκλεινε οριστικά το κοιμητήριο
της Αγίας Παρασκευής, πού ήταν λίγο πιο πάνω από τη γειτονιά μας. Στη θέση του
άνοιγε ένα άλλο, κάπου έξω από τον Εύοσμο, σ' έναν ερημότοπο, μακριά από σπίτια
και ανθρώπους. Έτσι, τη Δευτέρα τ' απόγευμα πήγαμε τη μητέρα μας στο νέο
κοιμητήριο. Ήταν ο μόνος τάφος σε ολόκληρο το νεκροταφείο. Το βράδυ εκείνο κάθε
τόσο ξυπνούσαμε από την οδύνη του χάμου της κι από το γεγονός ότι την αφήσαμε
μόνη σ' εκείνη την ερημιά. Την άλλη μέρα, όταν πήγαμε, είδαμε πώς είχαν φέρει
κάποιον δίπλα της, πού, όπως μάθαμε, ήταν εβδομήντα επτά χρονώ και είχε το
όνομα του πατέρα μου· τον λέγαν Γιάννη. Αυτή η σύμπτωση μας ανακούφισε. Η
μητέρα μας δεν θα 'ταν μόνη, θα 'χε μια συντροφιά. Σ' ένα δυο μήνες, εκείνος ο
τόπος έγινε μια μεγάλη γειτονιά. Με τους ηλικιωμένους της, με τους γέρους της
και με τους νέους της· με τα καντηλάκια της, με τα λουλούδια της και με τους
σταυρούς της. Τώρα μια γαλήνη απλωνόταν εκεί πέρα. Περίεργο πράγμα, σκέφτηκα. Ο
θάνατος ημέρεψε αυτόν τον αγριότοπο, τον έκανε πιο ανθρώπινο».
Σταύρος Κουγιουμτζής, «Ανοιχτά παράθυρα με κλειστά
παντζούρια» εκδ. Κέδρος 2001.