Θέλω να πω ότι κάθε νύχτα έπρεπε να τα παίζω
όλα, και μάλιστα χωρίς να ’ναι κανείς στην άλλη
πλευρά του τραπεζιού - κανείς; αστείοι που είμαστε
– αντίκρυ μου εκεί, κάθε νύχτα, στέκεται ο Θεός,
εγώ προσπαθώ να του ξεφύγω, εφευρίσκω
πανουργίες, θανάσιμα
αμαρτήματα, κάνω
αποτρόπαιες
σκέψεις, αλλά Εκείνος με διεκδικεί
ολόκληρο, λυσσάω
που δεν μπορώ να βρω μια
υπεκφυγή, μια διέξοδο...
Ώσπου αρχίζει να ξημερώνει. Ανοίγω τότε το
παράθυρο και άθελά μου χαμογελώ. Ο Θεός, για
μια ακόμα φορά, με κέρδιζε με την καινούργια μέρα
του.
Τάσος Λειβαδίτης