“Στάλα στάλα συνάζει
μέσα της η καρυδιά τη σκοτεινή δροσιά. Το κυπαρίσσι ερημώνει γύρω του
τα πάντα κι απομένει δασύ, κυρίαρχο.
Ίδια και ο πλάτανος. Προστάτες φασματικοί των κάμπων της Αργολίδας και της Αρκαδίας.
Η συκιά σταυρώνει τα χλωμά της μέλη, τεντώνεται μες στο πετσί της το γυαλιστερό και χνουδάτο, τέλος, κάποτε, στρογγυλοκάθεται μέσα στην ίδια της την ευωδιά.
Οι ροδιές ανάβουνε
σαν κοκόρια. Η ελιά, δίχως να το πολυσκεφτεί, δίνεται στον ήλιο, στον
άνεμο, σ’ όλα τα στοιχεία που ρημάζουνε το κορμί της.
Οι ροδοδάφνες, που μοσκοβολούνε
πικραμύγδαλο, σαλεύουνε, όμοια νερό, βαθιά στις κοίτες των ξεροπόταμων.
Σιγά σιγά, μες στο κατακαλόκαιρο,
το φως αφανίζει την Ελλάδα. Χωνεύει τα νησιά, εξουδετερώνει τις θάλασσες,
αχρηστεύει τους ουρανούς. Μήτε που βλέπεις πια βουνά, μήτε δέντρα, μήτε
πολιτείες, μήτε χώμα και νερό. Άφαντα όλα.
Πιωμένος φως – μονάχα
μια σκιά μαύρη – ο άνθρωπος. Μια σκιά που μεγαλώνει, δυσανάλογα προστατευμένη
από την ίδια του τη θυσία.
Η αντίσταση σ’ ένα
τέτοιο φως: να ποιο είναι το βαθύτερο νόημα της ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Μέσα στη διαφάνεια,
ποιο διάφανος ακόμη, πιο λευκός, ο Παρθενώνας δικαιώνει μυστηριακά
την ύπαρξή του την ώρα που το μεσημέρι το αττικό φτάνει στη μεγαλύτερή
του ένταση κι όπου μονάχα νεράιδες τριγυρνάν μες στο θαμπωτικό διάστημα.
Η Ελλάδα στους χάρτες ανύπαρχτη.
Λες και βρήκε ο κόσμος
το μακαρισμένο τέλος του σ’ αυτή την απόλυτη ισότητα.
Κι όμως, το ίδιο αυτό
φως, το αστραφταβόλο, το καταιγιστικό, που αναιρεί την Ελλάδα μες
στα μεσημέρια, την αποκαθιστά πάλι το ηλιοβασίλεμα κάτω από τα φαντασμαγορικά
πυροτεχνήματα του δειλινού και αργότερα κάτω από την τρυφερή παρουσία
της Σελήνης.
Τότε ξαναβρίσκει τον
εαυτό της η Ελλάδα. Ξαναγίνεται αυτό που πραγματικά είναι. Ξαναπαίρνει
στους χάρτες τη θέση που της αξίζει. Θέλω να πω τη θέση των ονείρων.”
Ο. Ελύτης, Εν λευκώ, Ίκαρος