φωτό: π.Χ.
Ποιος κι από πού ήρθα στη ζωή; Κι η γη σαν με σκεπάσει
κι αναστηθώ, ποιος θε να βγω από τη σκόνη πάλι;
Πού θα με πάει ο μέγας Θεός; Θα με γλιτώσει τάχα,
αφού μ᾽ ανάστησε από δω, σε γαληνό λιμάνι;
Πολλές οι στράτες της ζωής οι πολυπαθιασμένες
και κάθε μια φορτώνεται με τα δικά της πάθη.
Καλό δεν έχει ο άνθρωπος κακό που να μην κρύβει
και μόνο ας ήταν τα πικρά να μη νικούνε τόσο.
Ο πλούτος φίλος άπιστος, κι ο θρόνος μάταιη δόξα,
βάρος το να σε κυβερνούν κι είναι πεδούκλι η φτώχεια.
Η ομορφιά μιαν αστραπή με λίγη χάρη, η νιότη
του χρόνου κόχλασμα, πικρό τέλος του βίου τα γέρα.
Είναι τα λόγια φτερωτά κι η δόξα αέρας, αίμα
που πάλιωσ᾽ οι ευγενείς, η ορμή, και τ᾽ άγριου κάπρου.
Τα πλούτη προσβολή γεννούν, δεσμός ο γάμος, κι είναι
σκληρή φροντίδα τα παιδιά κι η ατεκνία αρρώστια.
Διδασκαλεία οι αγορές κακίας· η ηρεμία
Είν᾽ απραξία· των ταπεινών είναι και κάθε τέχνη.
Πικρό το ξένο το ψωμί. Μόχθος τη γη να οργώνεις.
Κι οι πιο πολλοί θαλασσινοί στον Άδη ταξιδεύουν.
Γκρεμός για σε η πατρίδα σου κι η ξενιτιά ντροπή σου.
Όλα τα εδώ για τους θνητούς, κόπος· κι όλα για γέλια,
άχνη, ίσκιος, φαντασία, δροσιά, πνοή, φτερό κι ομίχλη,
όνειρο, κύματα, ροή, στο πέλαο αυλάκι, σκόνη.
Κύκλος που αδιάκοπα γυρνά, κυλώντας
όμοια πάντα
μια στέκεται, μια προχωρεί, σπάζει και πάλι σμίγει
ώρες και μέρες και νυχτιές, θάνατοι, πόνοι, λύπες
μ᾽ αρρώστιες αλλά και χαρές, κακοτυχίες και τύχες.
Κι αυτό η σοφία σου τ᾽ όρισε, Πατέρα Λόγε, να ᾽ναι
όλα άστατα για να ᾽χουμε του Ακίνητου τον πόθο.
Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος
Ποίημα 244 - Περί των του βίου
οδών 1-30
μετάφραση Ιγνάτιος Σακαλής