Στην Παλαιά Διαθήκη, o λαός του Ισραήλ είχε
διδαχθεί να προσφέρει μια δεκάτη κάθε χρόνο στον Θεό, το ένα δέκατο δηλαδή από
την παραγωγή της γης: Το μέρος προσφερόταν εκ μέρους του όλου: οι Ισραηλίτες, προσφέροντας
στον Θεό τούς πρώτους καρπούς όσων Αυτός τους είχε δώσει, ζητούσαν την ευλογία Του
πάνω σ’ ολόκληρη τη σοδειά τους. Ήταν ένας τρόπος να ομολογούν ότι η γη ανήκει στον
Θεό, ενώ εμείς δεν είμαστε παρά οι οικονόμοι των δωρεών Του. Προσφέροντας έτσι
τη δεκάτη, Του αντιπροσφέρουμε με ευγνωμοσύνη όλα όσα είναι δικά Του. Οι Ισραηλίτες
αισθάνονταν πώς αυτή η πράξη της προσφοράς δεν ήταν μια απώλεια, αλλά ένας εμπλουτισμός.
Ο εορτασμός της σοδειάς ήταν καιρός χαράς και αγαλλιάσεως.
Αυτή η ιδέα της δεκάτης εφαρμοζόταν από τους
πρώτους Χριστιανούς κατά τη Μεγάλη Τεσσαρακοστή. Η περίοδος της Σαρακοστής εθεωρείτο
ως η δεκάτη του έτους, το ένα δέκατο πού αφιερώνεται ειδικά στον Θεό. Τηρώντας τη
Σαρακοστή, ομολογούμε πως ολόκληρη η ζωή μας, μαζί με όλες τις στιγμές της, είναι
δώρο του Θεού προς εμάς. Προσφέροντας έτσι ένα κομμάτι της επικαλούμαστε την ευλογία
Του σε ολόκληρη τη ζωή μας, Η Σαρακοστή υποδηλώνει τον εξαγιασμό του χρόνου. Ο ασκητισμός
της Σαρακοστής επιβεβαιώνει ότι ο χρόνος δεν βρίσκεται απλώς υπό τον έλεγχο μας,
ούτε μπορούμε να τον εκμεταλλευόμαστε εγωιστικά και με τον τρόπο πού θεωρούμε καλύτερο,
αλλά ότι ανήκει στον Θεό. Εμείς δεν είμαστε οι κυρίαρχοί του αλλά οι οικονόμοι του.
Έτσι, η νηστεία της Σαρακοστής γίνεται ένας τρόπος να επιστραφεί στον Θεό ό,τι είναι
δικό Του, και μπορούμε να εφαρμόσουμε πάνω της τα λόγια πού χρησιμοποιούνται στη
Θεία Λειτουργία αμέσως πριν από την επίκληση του αγίου Πνεύματος, πάνω από τα δώρα
του άρτου και του οίνου: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν σοί προοφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα».
Κάλλιστος Ware