Ω Αιγαίο απέραντο...


Μια ώρα σχεδόν η κατάβαση από τη δυτική άκρη του νησιού στην ανατολική, από την μεριά της καλντέρας και του ηφαιστείου στις ακτές με τις όμορφες παραλίες, τις χρυσωμένες τη γλυκύτατη ώρα της αυγής απ’ το φως του ήλιου.
Τα βήματα πιο γοργά όσο πλησιάζω, σε λίγο θα την αισθανθώ υγρή και καθάρια στα κουρασμένα μου μέλη. 




 Ω Αιγαίο απέραντο, τόσο πολύ τραγουδισμένο! Θυμάμαι το δύσμοιρο εκείνο πατέρα που στην υποψία και μόνο για το χαμό του παιδιού του, σου παρέδωσε το σώμα, το πνεύμα και το όνομά του να το φυλάς στην αιωνιότητα. Τσαλαβουτάω στα ρηχά. Βράχια σμιλεμένα τόσο λεία απ’ την αλμύρα σου εκατομμύρια χρόνια τώρα. Κι απ’ την απεραντοσύνη του γαλάζιου η ματιά μου παγιδεύεται στα άκρα μου, έτσι όπως τα γλείφει το νερό κάθε φορά που η θάλασσα φουσκώνει από αέρα στα σπλάχνα της. Τι περίεργο. Αυτό το δικό μου σημείο ίδιο κι απαράλλαχτο με του πατέρα μου. Τι μεγάλη ευτυχία! Τα δικά μου μέλη σφύζουν ακόμα από ζωή, το αίμα ρέει ζεστό στις φλέβες, το σώμα υγιές, κατοικητήριο ακόμα της ψυχής μου, της πνοής του Θεού μέσα μου. 





Σου χαμογελώ Θεέ για κάθε μέρα που μου χαρίζεις να ευφραίνομαι με τις θάλασσες και τους ήλιους και τις άπειρες κι ανείπωτες ομορφιές σου. Απολύτως μόνη σ’ αυτή την έρημη παραλία, ελαχιστότατη κουκίδα στο άπειρο, μόνη σε μια μοναδική στιγμή της αιωνιότητας. Θεέ μου, όσα έχω, όσα είμαι, λέω, αισθάνομαι, σκέφτομαι είναι ποτισμένα από το λόγο Σου, δοσμένα από Σένα. Μα πες μου, αναρωτιέμαι σήμερα από το πρωί, τις ατελείωτες ώρες που δεν σου απευθύνω το λόγο και που καμώνομαι πως δεν είσαι εδώ γύρω μα κάπου στο μακρινό υπερπέραν έχουμε αλήθεια σχέση; Νοιώθω να μου ψιθυρίζεις κάθε φορά μοναδική που λούζει φως την ύπαρξή μου πως είσαι πάντα εδώ.



 Κι ύστερα θυμάμαι λόγια εμψυχωτικά, πως μόνο όταν αφήνω στην άκρη τις βεβαιότητες του κόσμου τούτου, μόνο τότε μπορεί να σε συναντήσω. Και έρχονται στο νου μορφές ανθρώπων, αγαπημένων αδελφών, να με συγκινούν βαθιά γιατί μου θυμίζουν τον κοινό λόγο ύπαρξης, τον κοινό σκοπό της ζωής μας στο δρόμο για την αναζήτησή Σου. Και βγαίνει αυθόρμητα η παράκληση «άσε να έχω τους ανθρώπους αυτούς μέχρι το τέλος και ν’ ακούω τις φωνές και να βλέπω τα πρόσωπά τους , πάντα με την ίδια συγκίνηση». Κι ύστερα πάλι κάνε τη σχέση μας πιο δυνατή, έτσι που κάποτε να είμαι αληθινά σίγουρη, μακριά από συναισθηματισμούς για την ύπαρξή της. Θαλασσινό βοριαδάκι μου χαϊδεύει τα μάγουλα, κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι στη στιγμή. Δόξα Σοι!


Α. X.

φωτο: pcris