Η Παναγιά τα
πέλαγα κρατούσε στην ποδιά της,
τη Σίκινο,
την Αμοργό και τ' άλλα τα παιδιά της
Φως ελληνικό, απέραντο
γαλάζιο, ο ήλιος σμιλεύει τον ξερό βράχο, η θάλασσα ποτίζει αρμύρα το κορμί και
το μελτέμι δροσίζει την καρδιά του. Πόσο ελεύθερος αιθάνεται ο Παναγιώτης Β.
μέσα στην απλότητα του πανέμορφου μικρού νησιώτικου οικισμού, αυτός, που έζησε
τόσα χρόνια εγκλωβισμένος στο ραφιναρισμένο
απρόσωπο περιβάλλον ενός κτηρίου από γυαλί και ατσάλι, σε μια δουλειά
που ήταν δουλεία, σύγχρονος είλωτας με πανάκριβο κοστούμι και γραβάτα!
Πόσο
ανόητος του φαίνεται ο εκείνος ο καιρός που πέρασε σαν στέλεχος
χρηματιστηριακής εταιρείας, περιστοιχισμένος από αγχωμένους και νευρικούς
συναδέλφους, με τον νου διαρκώς γεμάτο ένταση και την καρδιά να χτυπά κάθε μέρα
με εκατόν είκοσι σφυγμούς! Αντιλαμβάνεται πεντακάθαρα πια πόσο ανήθικο είναι το
να παίζεις με τα χρήματα των άλλων, τζογαδόρος σε νόμιμο παίγνιο, αδιάφορος για
την δυστυχία που κυοφορούσε αυτό το γεμάτο στρες και σκληροκαρδία σύστημα.