Ι.
Τραντάζονται
οι πλάκες οι τεκτονικές
του
ουρανού
μ’ αυτό
που θωρούν:
Η
κάθοδος του Ύψους,
η ρίζα
της Ζωής
από
αγάπη άφατη
τα
σκοτάδια του Άδη,
τους
αιώνιους μοχλούς
διέρρηξε.
Συνοπτικά
μα –ω, του παραδόξου θαύματος-
εξακολουθητικά.
Το
θάμβος καταυγάζει
κάθε
γαλαξιακή σκόνη,
κάθε
βασίλειο της σκιάς,
κάθε
της ανυπαρξίας στασίδι.
Στις
εσχατιές του σύμπαντος
διατρανώνεται:
Η Αγάπη
νίκησε τον Άδη.
ΙΙ.
«Τοῦ θρήνου ὁ καιρός
πέπαυται».
Παρήγορα,
ιαματικά
η γραφή
τούτη τράβηξε
της
ψυχής μου το βλέμμα.
Μεμιάς
μου ’ρθε εικόνα
κοπετού
που κόπηκε,
ειρήνης
που γιάτρεψε την πληγή,
μια διαβεβαίωση που
αρκεί
ν’ ανακουφίσει,
να γίνει η νέα σεισάχθεια.
Τώρα το
φως ορίζει.
Ανέσπερο,
θριαμβικό
που
πληρώνει τα πάντα.
Από
τώρα και για κάθε
της
Ανάστασης ώρα.
Ειρήνη Ζαμάνη