Υπέρ ων έκαστος κατά διάνοιαν έχει...
Πώς χάλασε έτσι ξαφνικά
ο καιρός
Το γύρισε μεμιάς
σε απομάκρυνση...
Ήρθε ένας άνεμος
και σ άρπαξε μακριά
σα στρόβιλος απο αλλού φερμένος.
Δε σε φτάνω..
Με βλέπεις;
Σε χαιρετώ από απόσταση κόσμων αμέτρητων
που στέκουν άκαμπτοι
ανάμεσά μας.
Έτη πολλά
ενός απόκοσμου φωτός
που μέσα τους ταξίδεψε
του μακρινού σου αστεριού
η λάμψη
το θάνατό σου ανακοινώνοντας
επίσημα ,
το πέρασμά σου το βραχύβιο
απ το φως
την ελλιπή σου μακροημέρευση
της καθαρής ανάσας σου
την παύση.
Κι εγώ εδώ.
με την ανάμνηση
της λάμψης σου στο βλέμμα μου
με της αγέρωχης
περπατησιάς σου την εικόνα
με της καρδιάς σου το σφυγμό
να πάλλεται στο αίμα μου
και με τη γεύση του γιατί
μέσα στο στόμα
παλεύω με υποθέσεις
κι ερωτήματα
σενάρια ζωής που μείναν
εν δυνάμει
σαν εκδοχή αγονιμοποίητη
που έφυγε
χωρίς ν αφήσει ίχνη από βήματα
σαν οπτασία αχνή
μέσα στο βράδυ
σαν μιας βαθιάς πληγής, πανάρχαιας
κάποιο παλιό και ξεχασμένο τραύμα
σαν τον καινούριο κόσμο
που ασπαργάνωτο, αγνό
κι ολόφωτο
στα χέρια του σε δέχτηκε
στο πρώτο της ζωής του κλάμα...
Όλγα