Σε βράχο μυστικό ακουμπισμένος
Άκουγα τον αέρα της ερήμου
μυριάδες ήχους
ως εδώ να φέρνει
πλήθος φωνές
μαχαίρια στην ψυχή μου
ανάμικτα γέλιο και κλάμα
που η άμμος τώρα παρασέρνει
κραυγές και θρήνοι
κι ένας λαός μακριά σου
παραστρατημένος
που για τις αμαρτίες του
ενώπιον σου μεσιτεύω
κάτω από ενός ήλιου ανελέητου
το καύμα...
Τα χέρια μου σε προσευχή υψώνω
στη γη μας να φανεί το θαύμα
να ανοίξουνε ευλογίας ρυάκια
μέσα απ τα βάθη της ερήμου.
Κι εσύ με ένα μαύρο πουλί
μαντατοφόρο του θανάτου
που κάποιου άλλου
του 'τρωγε τα σπλάχνα
στα βράχια πάνω τού Καυκάσου
σε μένα τώρα
φέρνεις το ψωμί μου...