Η ημέρα της
γέννησης του Χριστού δεν έχει αποθησαυριστεί στα ευαγγέλια. Δε δίνεται ούτε η
εποχή του έτους, αν και από την αναφορά στους ποιμένες που «αγραυλούντες και
φυλάσσοντες φυλακάς της νυκτός επί την ποίμνην αυτών»(Λουκ 2,8), μπορούμε να
συμπεράνουμε πως γεννήθηκε το καλοκαίρι. Αυτή η αβεβαιότητα προκαλεί το ερώτημα:
πως και γιατί οι χριστιανοί καθόρισαν την
25η Δεκεμβρίου ως ημερομηνία γέννησης του Χριστού; Αυτό το ερώτημα είναι
κάτι περισσότερο από συνηθισμένο, επειδή από την απαντήση του μαθαίνουμε
επίσης κάτι σημαντικό για την Χριστιανική πίστη και αυτό είναι το πώς οι
χριστιανοί αντιλαμβάνονται τη συνδεσή τους με τον κόσμο που τους περιβάλλει,
έναν κόσμο που δεν είχε ακόμη τότε γνωρίσει και πιστέψει στο Χριστό.
Για να
απαντήσουμε σε αυτό το ερώτημα, χρειάζεται να γνωρίζουμε πως καθόσο χρόνο ο
χριστιανισμός εξαπλωνόταν στον Ελληνορωμαϊκό κόσμο τους πρώτους αιώνες μ.Χ. η λατρεία του Ήλιου, η τελευταία από τις
σημαντικότερες φυσικές θρησκείες, ξαπλωνόταν ταυτόχρονα και ταχύτατα σ΄αυτόν
τον κόσμο. Ο μεγαλύτερος εορτασμός της λατρείας του ήλιου ελάμβανε χώρα τις τελευταίες ημέρες του Δεκεμβρίου, μετά
το χειμερινό ηλιοστάσιο, όταν οι ήδη πολύ μικρές μέρες αρχίζουν να μεγαλώνουν,
φέρνοντας ζέστη και φώς καθώς πλησιάζει η άνοιξη, καθώς η φύση πάει να αναστηθεί
και η ζωή να θριαμβεύσει πάνω στον θάνατο του χειμώνα. Εκείνες τις μέρες φυσικά
οι άνθρωποι δεν γνώριζαν πως η γή περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο. Γι' αυτούς το
χειμερινό ηλιοστάσιο ήταν η νίκη του φωτός πάνω στο σκοτάδι· ή ανάσταση της
φύσης, ένα θεϊκό θαύμα. Στο κέντρο δε αυτού του θαύματος ήταν ο ήλιος, η πηγή
του φωτός και της ζωής.
Η λατρεία
του ήλιου ήταν η τελευταία μεγάλη λατρεία, και το χειμερινό ηλιοστάσιο η
τελευταία μεγάλη γιορτή ενός θρησκευτικού κοσμοειδώλου που ο θανατός του ήταν
ήδη αναπόφευκτος. Το ουσιαστικότερο καθήκον του Χριστιανισμού ήταν να κηρυχθεί το μήνυμα για το Σωτήρα Χριστό. Για να γίνει αυτό όμως
χρειαζόταν η αντικατάσταση της λατρείας του Ήλιου, όχι με κάποιο εξωτερικό και
βίαιο τρόπο, αλλά από τα μέσα, πείθοντας τους ανθρώπους όχι μόνο για την υπεροχή
του Χριστιανισμού, αλλά και για την καθολική και σώζουσα αλήθειά του.
Η κύρια μέθοδος προσέλκυσης ήταν η χρήση
στοιχείων από την δική τους πίστη, που κατάλληλα μεταμορφωμένα, τα αποκάθαραν και
τα πλήρωναν με Χριστιανικό περιεχόμενο. Οι οπαδοί της λατρείας αυτής γιόρταζαν
την γέννηση του ήλιου τον Δεκέμβριο, έτσι και οι Χριστιανοί διάλεξαν την ίδια
μέρα για να γιορτάζουν την γέννηση του
Ιησού Χριστού, του πνευματικού ήλιου, της αυθεντικής πηγής του γνήσιου
πνευματικού φωτός. Μέχρι σήμερα ο κύριος Χριστουγενιάτικος ύμνος περιλαμβάνει
εικόνες από τον ήλιο και το φώς: «Η γέννησίς σου, Χριστέ ο θεός ημών, ανέτειλε
τω κόσμω το φως το της γνώσεως …» Ο Χριστιανισμός πήρε ένα θέμα οικείο σε όλους
τους οπαδούς της φυσικής θρησκείας -τον ήλιο ως φως και ζωή- και το
χρησιμοποίησε για να δείξει την δική του πίστη στο Χριστό.
Έτσι η εορτή
των Χριστουγέννων έγινε το πλήρωμα της εορτής του ήλιου. Έγινε ο εορτασμός ενός
γεγονότος που ολοκλήρωσε και επλήρωσε τη νοσταλγία, τις προσδοκίες και τις πεποιθήσεις
όλων των ανθρώπων. Στο κάθετι που περιλαμβανόταν στη λατρεία του Ήλιου -πίστη στη
ματαιότητα του κόσμου, εσωτερικό φως, νόηση και θεότητα- δόθηκε τώρα ένα όνομα:
Χριστός. Τα Χριστούγεννα έτσι έγιναν η κορωνίδα όλης της νοσταλγίας της
ανθρωπότητας και η άσβεστη δίψα της για νόημα και καλοσύνη και η λατρεία μεταφέρεται από τη φύση στον Ένα που είναι η πηγή, το περιεχόμενο και ο σκοπός όλης της ζωής.
π. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΣΜΕΜΑΝ