Δυο άνθρωποι εις το ναό θέλησαν ν ανεβούνε,
«άγιος» και «αμαρτωλός» για να προσευχηθούνε.
Κι ο Φαρισαίος στάθηκε με ύφος αλαζόνα,
μιλώντας υπερήφανα για το δικό του αγώνα.
"Θε μου σ΄ ευχαριστώ που εγώ δεν είμαι όπως όλοι...
άδικος, κλέφτης και ληστής σαν τούτο τον τελώνη.
Κάνω νηστεία δυο φορές την κάθε εβδομάδα,
και προσφορά στον οίκο σου το ένα απ’ τη δεκάδα».
Κι όσο αυτός συνέχιζε τα κατορθώματα του,
κρυφά ο τελώνης έκλαιε τα αμαρτήματα του.
Σε μια γωνιά απόμερα με τη ματιά σκυμμένη,
απευθυνόταν στο Θεό με τη λαλιά σπασμένη:
«Ιλάσθητι μοι Κύριε τω αμαρτωλώ εμένα»
Και χτύπαγε το στήθος του με χέρια πονεμένα.
Και τον δικαίωσε ο Θεός αφού είδε τη μετάνοια,
ενώ ο άλλος κρίθηκε απ’ την υπερηφάνεια.
Γιατί όποιος μόνος υψωθεί ο Κύριος τον γειώνει,
κι όποιος σκληρά ταπεινωθεί, αυτόν τον ανυψώνει.
Παραβολή τελώνου και Φαρισαίου" (εκ της ποιητικής κυψέλης "Παραβολική Κατήχησις Σελίμου Β. Παναγιώτου)