Κάποτε οἱ ἄνθρωποι ἁμάρταναν, μά ἐπειδή πίστευαν πώς ὑπάρχει Θεός καί κρίνει, πιό εὔκολα μετανοοῦσαν, πιό γρήγορα συναίσθάνονταν τίς ἀνομίες τους.
Σήμερα, στόν κόσμο τῶν τηλε – ἡρώων, τῶν γυαλιστερῶν κενῶν κι ἀνάξιων διασημοτήτων, στόν καιρό τῆς δημαγωγίας καί τοῦ ἄκρατου λαϊκισμοῦ, ἀποχαυνωμένοι οἱ ἄνθρωποι κοιτοῦν, χαζεύοντας γεγονότα καί ἱστορίες ἀνάξιες λόγου, ὅλη ἡ Ἑλλάδα ἀτέλειωτη παράγκα, τό μάτι στήν κλειδαρότρυπα καί τό μυαλό ἄδειο.
Δέν ὑπάρχει χρόνος - λένε - γιά διαβάσματα καί τέχνη, δέν φτάνει τό 24ωρο - λένε - γιά προσευχή καί στοχασμό, μά φτάνει γιά νά στηθεῖς ναρκωμένος μπροστά στήν τηλεόραση καί τόν ὑπολογιστή, νά’χεις νά λές τήν ἄλλη μέρα στήν δουλειά, στήν συγκέντρωση τῶν συγγενὼν καί φίλων. Νά λές τά ἴδια καί τά ἴδια, ποιός πῆγε ποῦ, ποιά πῆγε μέ ποιόν, τί φόρεσε ὁ καθείς, ποιός τσακώθηκε μέ τούς ἄλλους.
Περίσσεψε στόν καιρό μας ἡ ὑποκρισία τῶν «μεγάλων», τούς ζήλεψαν ἀπό κοντά καί οἱ «μικροί», θέλουν κι αὐτοί νά γίνουν τρανοί καί πλούσιοι, ὄνειρο εἶναι τά πλούτη καί ἡ δόξα πιά κι ὄχι ἡ σοφία.
Μπερδεύονται ἀπό κοντά καί τά παιδιά, μικρομέγαλα γίνονται, γερνοῦν πρίν τήν ὥρα τους, πιθηκίζουν συμπεριφορές καί τερτίπια, τηλεορασόπληκτα κι αὐτά, κλεισμένα μέσα στά τσιμεντένια κλουβιά πού φτιάξαμε γιά σπίτια.
Δέν θέλουμε τοῦτες οἱ γραμμές νά φέρνουνε μαυρίλα, μά σέ ἐποχές χαλεπές ζοῦμε καί τό παράλογο πρέπει νά τό ὀνοματίζουμε γιά νά μήν μᾶς κυριεύσει καί μᾶς ξεγελάσει. Τήν αἰσιοδοξία μας δέν χάνουμε καί δέν ξεχνοῦμε τά λόγια τοῦ ἀποστόλου πώς «οὗ ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία ὑπερπερίσσευσεν ἡ χάρις» (Ρωμ. 5,20). Πρός τά ἔσχατα βαδίζουμε ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια, καί τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ προσμένουμε μέ χαρά, πάντοτε χαίροντες, ἀδιαλείπτως προσευχόμενοι καί ἐν παντί εὐχαριστοῦντες, γνωρίζοντας πώς αὐτό εἶναι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ποῦ μᾶς δίδαξε ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός.