Η θάλασσα έβγαλε απ’ τα σπλάχνα της τον ήλιο χωρίς να σαλέψει κι αυτός έστεψε με τις αχτίδες του τα γαλανά νερά κι όλη την πλάση. Mιά σταγόνα ιδρώτας κύλισε απ’ τό μέτωπο και πότισε τού μοναστηριού τα κήπια. Και εγένετο φως και ημέρα! Όλα τριγύρω ντύθηκαν χρώματα και χαρά, γέμισαν χρηστότητα. Τα ηλιοτρόπια στράφηκαν κι αυτά προς τον ήλιο, δεν θα μπορούσαν να μείνουν ασυγκίνητα από το θέαμα. Ακίνητος φάνηκε να μένει από όλο αυτό το πανηγύρι το βουνό, ο Άθωνας. Ακίνητος δέχτηκε τα παιχνίδια του ήλιου. Θαρρείς, ότι τα είχε ζήσει και τα είχε χαρεί όλα σ’ αυτή τη ζωή. Εκατομμύρια ανατολές, χιλιάδες ανθρώπους να πενθούν μα και να χαίρονται, να υπομένουν και να απελπίζονται.
Ο παπά-Βαρθολομαίος από μικρό παιδί στο περιβόλι της Παναγίας, κηπουρός στους κήπους της, θύτης στη θυσία του Γιου της. Σαν βλέπει επισκέπτη στο γηροκομείο το πρόσωπό του λάμπει, αφήνει για λίγο το βιβλίο στα πόδια. Αρχίζει ιστορίες με των προγόνων του τα κατορθώματα, τα δικά του μεγαλεία. Ξάφνου το πρόσωπό του σκοτεινιάζει. Τα γαλανά του μάτια κρύβονται κάτω από τα μεγάλα εκφραστικά του φρύδια. Τον διακατέχει απορία. Και τώρα; Αναρωτιέται δείχνοντας το αποκαμωμένο γέρικό του σώμα. Το πρόσωπο γέμισε παράπονο και θλίψη. Σε λίγο τα χέρια στηρίζονται στην καρέκλα, τα γαλανά μάτια κοιτάζουν τον ουρανό κι ύστερα διαπερνούν τα δικά μου και με γενναία φωνή αποκρίνεται: έτσι μας θέλει ο Θεός. Κι όσο γενναία κι αν ήταν η απάντηση, ωστόσο αδύνατη να δώσει λύσεις να ανακουφίσει τον πόνο. (Έστιν δε πίστις ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων) Τα εκφραστικά μάτια κούρνιασαν κάτω από τα μεγάλα φρύδια, ταξίδεψαν πάλι στις σελίδες του βιβλίου. Αυτό σήμανε και το τέλος του διαλόγου. Αύριο πάλι η ίδια ιστορία…
Όταν ήρθε η σιδερένια ξυλόσομπα στο Άγιον Όρος οι μοναχοί την ονομάτισαν, όπως κάποτε ο Αδάμ τα κτήνη, μασίνα. Πηγαίνοντας για ξύλα ανάμεσα στα κούτσουρα το θαύμα της ζωής. Έξι ανήμπορα ζευγάρια μάτια, μπόρεσαν να πουν, όσα προσπάθησαν όλοι οι σοφοί της γης μαζί. Σε λίγο γέμισε την ατμόσφαιρα η μυρωδιά του καμένου ξύλου, σήκωσε και το ψιλόβροχο τα αρώματα της γης.
Ο ήλιος έγνω την δύσιν του, ήρθε το σκοτάδι και έγινε νύκτα. Το δάσος άρχισε να ησυχάζει. Τα τιτιβίσματα των πουλιών σώπασαν. Τα κτήνη ξεθάρεψαν στη σιγαλιά και άρχισαν ξεφωνητά. Τα αγριογούρουνα βρήκαν ευκαιρία να σκάψουν τα καλντερίμια για ρίζες και βολβούς. Τέλος έμειναν να τα λένε το τριζόνι με τον τζίτζικα. Και μέσα στο έρεβος τα σήμαντρα, οι καμπάνες και τα τάλαντα δονούν τον τόπο. Οι πολυέλαιοι, τα εισοδικά, τα μανουάλια και τα γεντέκια φωτοβολούν τα άγρυπνα βλέμματα των Αγίων. Παράδοξα ποιεί θείω έρωτι κινούμενος ο άνθρωπος…
Ατενίζοντας τον Χριστό του Πανσέληνου και του Θεοφάνη ταξίδι στον χρόνο. Ο Χριστός βασιλιάς, ο Χριστός ραγιάς, φτωχός μα και πλούσιος, ξένος, αν και μας παραφυλάει στη γωνία και θα μας την βγει στη στροφή, πονεμένος αλλά και Αναστάς… τα πάντα εν πάσι.
Γιώργος Ντ. 10/09