Τον νυμφώνα σου βλέπω...





Ομιλία του π. Χριστοδούλου, στον Όρθρο της Μ. Τρίτης

Αν αλ­λά­ζα­με λί­γο τα λό­για του ση­με­ρι­νού ευ­αγ­γε­λί­ου, θα νι­ώ­θα­με ό­τι εί­ναι γραμ­μέ­να μό­λις σή­με­ρα το πρω­ί. Θα νι­ώ­θα­με ό­τι ό­λα αυ­τά που υ­πο­τί­θε­ται πως χτί­σα­με ως πο­λι­τι­σμός μέ­σα σ’ αυ­τή την κα­τάρ­ρευ­ση των α­ξι­ών που υ­πάρ­χει γύ­ρω μας, ή­ταν έ­να με­γά­λο ψέ­μα. Θα μπο­ρού­σα­με να πού­με, λοι­πόν, πα­ρα­φρά­ζον­τας λί­γο τα λό­για του Κυ­ρί­ου:
Ου­αί και α­λί­μο­νο υ­μίν, αρ­χι­ε­ρείς και ι­ε­ρείς και μο­να­χοί υ­πο­κρι­ταί. Για­τί δύ­ο χι­λιά­δες χρό­νια με­τά που ο Χρι­στός εί­πε αυ­τά τα λό­για, ε­ξα­κο­λου­θεί­τε να κά­νε­τε τα ί­δια πράγ­μα­τα. Δηλαδή να εί­σα­στε κρε­μα­σμέ­νοι α­πό τον νό­μο και α­πό τον τύ­πο. Και να βά­ζε­τε βα­ριά φορ­τί­α στων αν­θρώ­πων τους ώ­μους, ε­νώ ε­σείς εν­δι­α­φέ­ρε­στε για τις πρω­το­κα­θε­δρί­ες και την ε­ξου­σί­α και τον πλού­το. Ή, άλ­λοι α­πό ε­σάς, να κα­τα­δυ­να­στεύ­ε­τε τους αν­θρώ­πους. Ή, άλ­λοι , να μην εν­δι­α­φέ­ρε­στε κα­θό­λου στην ου­σί­α για την πί­στη σας και να βλέ­πε­τε τα πάν­τα ε­παγ­γελ­μα­τι­κά και τυ­πι­κά. Ή, άλ­λοι α­πό ε­σάς, σαν δι­κα­στές να δι­κά­ζε­τε τους αν­θρώ­πους, ξε­χνών­τας ό­τι ο Χρι­στός κά­λε­σε τους α­μαρ­τω­λούς κι ό­χι τους δί­και­ους σε με­τά­νοι­α. Κι άλ­λοι, άλ­λα να λέ­τε κι άλ­λα να κά­νε­τε. Κι άλ­λοι α­πό ε­σάς να προ­δί­δε­τε κα­θη­με­ρι­νά τον Χρι­στό στο πρό­σω­πο των αν­θρώ­πων. Να τον σταυ­ρώ­νε­τε και να τον συ­κο­φαν­τεί­τε.
            Ου­αί και α­λί­μο­νο υ­μίν, πο­λι­τι­κοί υ­πο­κρι­τές. Για­τί κά­να­τε την δι­α­κο­νί­α που σας έ­δω­σε ο λα­ός ε­πάγ­γελ­μα. Κι άλ­λοι α­πό ε­σάς συμ­φέ­ρον. Κι άλ­λοι α­πό ε­σάς ε­ξάρ­τη­ση α­πό μπλε και πρά­σι­να και κόκ­κι­να κέν­τρα, για να ε­ξυ­πη­ρε­τή­σε­τε μια ι­δε­ο­λο­γί­α, που ή­δη έ­χει α­πο­δει­χθεί μά­ται­η. Για­τί ξε­χνά­τε ό­τι δεν σας ε­ξέ­λε­ξε ο λα­ός για να εί­στε πρώ­τοι, αλ­λά για να εί­στε δι­ά­κο­νοι. Και α­πο­μο­νω­θή­κα­τε α­πό τον λα­ό για να ζεί­τε πο­λυ­τε­λώς. Και χά­σα­τε την ε­πα­φή με την πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, για­τί δεν μπαί­νε­τε να στρι­μω­χτεί­τε στα λε­ω­φο­ρεί­α, δεν κυ­κλο­φο­ρεί­τε στους δρό­μους σαν α­πλοί θνη­τοί. Δεν ξέ­ρε­τε τι θα πει να έ­χεις α­γω­νί­α να φέ­ρεις τους λο­γα­ρια­σμούς σου ί­σα-ί­σα για να πε­ρά­σει ο μή­νας. Δεν ξέ­ρε­τε τι θα πει να έ­χεις α­γω­νί­α για το που θα μπει το παι­δί σου και που θα δου­λέ­ψει.
            Ου­αί και α­λί­μο­νο υ­μίν και ε­σείς οι υ­πό­λοι­ποι υ­πο­κρι­τές. Οι τά­χα μου α­πλοί άν­θρω­ποι του μέ­σου ό­ρου, που σας φταί­νε οι αρ­χι­ε­ρείς και οι ι­ε­ρείς και οι πο­λι­τι­κοί. Για­τί κι ε­σείς ί­διοι εί­στε. Μην ξε­χνά­με. Οι Φα­ρι­σαί­οι δεν ή­ταν ι­ε­ρείς. Οι Φα­ρι­σαί­οι ή­ταν μια θρη­σκευ­τι­κή ο­μά­δα που ο­ρα­μα­τί­ζον­ταν να έρ­θει ο Μεσ­σί­ας και να γί­νει μια ε­ξου­σί­α πο­λι­τι­κή του Ισ­ρα­ήλ και θρη­σκευ­τι­κή. Οι Φα­ρι­σαί­οι ή­ταν και α­πλός λα­ός και α­πλοί άν­θρω­ποι. Ό­πως και σή­με­ρα οι Φα­ρι­σαί­οι οι θρη­σκευ­τι­κοί και οι πο­λι­τι­κοί και οι κομ­μα­τι­κοί, αυ­τοί ό­λοι που φέ­ρα­νε την χώ­ρα ε­δώ, που ε­ξα­φά­νι­σαν τα ή­θη της και τα έ­θα­ψαν μέ­σα σε μια α­δι­ά­φο­ρη και ι­σο­πε­δω­μέ­νη, υ­πο­τί­θε­ται μον­τέρ­να νο­ο­τρο­πί­α. Εί­μα­στε ε­μείς οι Φα­ρι­σαί­οι και οι υ­πο­κρι­τές. Και το ό­τι δεί­χνου­με ο έ­νας τον άλ­λο δεν εί­ναι τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά η ε­πι­βε­βαί­ω­ση αυ­τού που συ­νέ­βη και στη δι­ή­γη­ση του προ­πα­το­ρι­κού α­μαρ­τή­μα­τος. Ε­σύ φταις. Ό­χι, ε­σύ φταις. Ό­χι, ε­σύ φταις Θε­έ που μας έ­κα­νες έ­τσι, που έ­κα­νες τον α­πέ­ναν­τί μου έ­τσι.
            Ου­αί και α­λί­μο­νο υ­μίν Φα­ρι­σαί­οι υ­πο­κρι­τές, α­πλοί άν­θρω­ποι, που δεν έ­χε­τε πο­τέ πά­ρει την ευ­θύ­νη της ζω­ής σας στα χέ­ρια σας. Που κα­τη­γο­ρεί­τε τους αρ­χι­ε­ρείς ό­τι θέ­λουν να ’­χουν ε­ξου­σί­α, αλ­λά κι ε­σείς στον μι­κρό­κο­σμό σας ε­ξου­σί­α α­σκεί­τε. Που κα­τη­γο­ρεί­τε τους ι­ε­ρείς ό­τι δεν ε­φαρ­μό­ζουν αυ­τά που λέ­νε, αλ­λά κι ε­σείς δεν τα ε­φαρ­μό­ζε­τε. Κι ε­σείς γί­νε­στε η­θι­κο­λό­γοι. Κι ε­σείς κου­νά­τε το δά­χτυ­λο στους άλ­λους αν­θρώ­πους που δεν πι­στεύ­ουν. Και ε­σᾶς τα ε­ξω­τε­ρι­κά σάς εν­δι­α­φέ­ρουν να δεί­χνε­τε και στα μέ­σα σας χά­ος ε­πι­κρα­τεί. Και ε­σείς λέ­τε «α­φού δεν τα κά­νουν οι άλ­λοι δεν τα κά­νω και ε­γώ». Και ε­σείς έ­χε­τε α­δι­α­φο­ρή­σει για τον λό­γο του Χρι­στού στη ζω­ή σας. Κι αν οι ι­ε­ρείς εί­ναι 75-80, κι αν οι ι­ε­ρείς εί­ναι 10 χι­λιά­δες, ε­σείς εί­στε 10 ε­κα­τομ­μύ­ρια. Ά­ρα δη­λα­δή, δεί­χνε­τε τους λί­γους για να δι­και­ο­λο­γή­σε­τε τα δι­κά σας α­μαρ­τή­μα­τα.
            Ου­αί και α­λί­μο­νο και ε­σείς, α­πλοί άν­θρω­ποι πο­λί­τες τού­της της χώ­ρας. Που χρό­νια τώ­ρα ψη­φί­ζε­τε μπλε, κόκ­κι­να, πρά­σι­να, γα­λά­ζια και ροζ κόμ­μα­τα, σε μια χώ­ρα που δεν πα­ρή­γα­γε τί­πο­τα σχε­δόν και πε­ρι­μέ­να­τε να σας δι­ο­ρί­σουν τα παι­διά σας. Ε­σείς που κα­τα­να­λώ­νε­τε α­στα­μά­τη­τα, λέ­γον­τας «δεν βα­ρι­έ­σαι α­δελ­φέ, ζού­με κι αύ­ριο». Ε­σείς που τώ­ρα βγαί­νε­τε στους δρό­μους και ουρ­λι­ά­ζε­τε ε­νάν­τια σ’ ε­κεί­νους που ’­ναι ο κα­θρέ­φτης σας. Λέ­ει μια σο­φή λα­ϊ­κή πα­ροι­μί­α «κα­τά τον λα­ό κι οι άρ­χον­τες». Και δεν εί­ναι και­νούρ­για.
            Ου­αί και α­λί­μο­νο υ­μίν, λοι­πόν, υ­πο­κρι­τές. Ό­σοι δεν έ­χε­τε συ­ναί­σθη­ση της κα­τά­στα­σής σας. Και φέ­ρα­τε τα πράγ­μα­τα ε­δώ και στην εκ­κλη­σί­α και στην πο­λι­τεί­α και στον τρό­πο ζω­ής και στην αι­σθη­τι­κή μας και στην δι­α­σκέ­δα­σή μας και σε ό­λα. Και τώ­ρα λέ­τε «Οι άλ­λοι φταί­νε, δεν φταί­με ε­μείς. Ε­μείς εί­μα­στε α­πλοί κα­λοί άν­θρω­ποι». Και λέ­ει ο ά­γιος «ο δρό­μος για την κό­λα­ση εί­ναι στρω­μέ­νος με κα­λές προ­θέ­σεις». Με κα­λές προ­θέ­σεις τα κα­ταν­τή­σα­με ό­λα αυ­τά. Δεν μας τα έ­κα­ναν οι άλ­λοι. Α­π’ το 1974 και με­τά δη­μο­κρα­τί­α εί­χα­με. Ή για την α­κρί­βεια, δη­μο­κρα­τι­κή α­συ­δο­σί­α εί­χα­με. Κα­μί­α δι­κτα­το­ρί­α δεν μας ε­πέ­βα­λε κα­νέ­ναν άρ­χον­τα.
            Ου­αί και α­λί­μο­νο. Κι αυ­τός ο λό­γος εί­ναι λό­γος πα­ρό­μοι­ος με αυ­τόν που έ­λε­γαν οι προ­φή­τες της Πα­λαι­άς Δι­α­θή­κης στους αν­θρώ­πους που ξέ­φευ­γαν, λί­γο πριν το κρά­τος του Ισ­ρα­ήλ κα­τα­στρα­φεί ή αλ­λοι­ω­θεί. Και δυ­στυ­χώς δεν εί­ναι δι­κός μου λό­γος. Εί­ναι ο λό­γος ό­σων στην Εκ­κλη­σί­α έ­βλε­παν α­πό πριν να έρ­χε­ται αυ­τό που ήρ­θε. Κι εί­ναι ο λό­γος ό­σων αυ­τών στην εκ­κλη­σί­α εί­χαν έ­ναν α­γώ­να και έ­βλε­παν ό­τι ό­ποι­ος ξε­χνά­ει, πα­θαί­νει. Ό­ποι­ος δεν θέ­λει να δει, υ­πο­φέ­ρει. Ό­ποι­ος νο­μί­ζει ό­τι φταί­νε οι άλ­λοι, ο ί­διος εί­ναι ο φταί­χτης. Και πό­σες φο­ρές δεν εί­πα­με τα προ­η­γού­με­να χρό­νια «των οι­κι­ών η­μών ε­πιμ­πρα­μέ­νων η­μείς ά­δο­μεν». Καί­γον­ταν τα σπί­τια μας κι ε­μείς τρα­γου­δού­σα­με. Τι ω­ραί­α! Α­φού γε­μί­ζει το στο­μά­χι μας μια χα­ρά εί­μα­στε. Αυ­τό δεν λέ­γα­με; Ας βά­λου­με και λί­γο Θε­ό μέ­σα για να τα ‘χου­με κα­λά μα­ζί του μπας και αρ­ρω­στή­σου­με.
Θα πει κά­ποι­ος, δη­λα­δή, δεν έ­χου­με κα­μί­α ελ­πί­δα; Μα σα­φώς έ­χου­με πο­λύ με­γά­λη ελ­πί­δα. Την ί­δια ελ­πί­δα που εί­χαν και οι α­πό­στο­λοι και οι μα­θη­τές. Την ί­δια ελ­πί­δα που ξη­μέ­ρω­σε ε­κεί­νη την η­μέ­ρα της Πεν­τη­κο­στής. Την ί­δια ελ­πί­δα που ξη­μέ­ρω­νε κά­θε μέ­ρα ε­πί τρεις αι­ώ­νες ό­ταν οι χρι­στια­νοί κυ­νη­γι­όν­του­σαν. Δεν άλ­λα­ξε ο κό­σμος. Κα­κό και α­δι­κί­α και τό­τε και τώ­ρα. Ί­σως σε πολ­λά να εί­μα­στε και κα­λύ­τε­ρα α­πό κεί­νους. Την ί­δια ελ­πί­δα που έ­χει η ζω­ή ε­πί χί­λια τό­σα χρό­νια με­τά τον Χρι­στό α­κό­μα κι αν υ­πάρ­χουν στε­να­χώ­ρι­ες και δυ­σκο­λί­ες. Την ί­δια ελ­πί­δα. Αυ­τή την ελ­πί­δα που φέρ­νει η Με­γά­λη Ε­βδο­μά­δα.
Για­τί τα δι­α­βά­ζου­με ό­λα αυ­τά μέ­σα στην εκ­κλη­σί­α; Για τους άλ­λους; Για­τί τα ψέλ­νου­με ό­λα αυ­τά; Για να περ­νά­ει η ώ­ρα ω­ραί­α; Για να ευ­χα­ρι­στι­ό­μα­στε και να λέ­με «πω πω πή­γα τη Μ. Ε­βδο­μά­δα σε μια ω­ραί­α εκ­κλη­σί­α κι εί­χε και κα­λούς ψάλ­τες, τι ω­ραί­α που ή­τα­νε, έ­βγα­λε κι έ­ναν ω­ραί­ο λό­γο ο πα­πάς»; Ό­χι. Τα δι­α­βά­ζου­με πρώ­τα α­π’ ό­λα για ε­μάς. Για να ’­χου­με συ­ναί­σθη­ση. Για να ’­χου­με ελ­πί­δα. Κι α­κό­μη κι ό­σοι νο­μί­ζου­με ό­τι εί­μα­στε κα­λοί να γί­νου­με κα­λύ­τε­ροι. Κι ό­σοι ξε­φύ­γα­με να ε­πα­νέλ­θου­με. Κι ό­σοι πο­νέ­σα­με να χα­ρού­με. Κι ό­σοι έ­χου­με χα­ρά να γί­νει με­γα­λύ­τε­ρη η χα­ρά. Δεύ­τε πάν­τες εις την χα­ρά του Κυ­ρί­ου μας. Ό­λοι να πά­με.
Το βρά­δυ της Α­να­στά­σε­ως που μας κα­λεί αυ­τός ο ω­ραί­ος λό­γος ο κα­τη­χη­τι­κός του α­γί­ου Ι­ω­άν­νου του Χρυ­σο­στό­μου, δεν εί­ναι άν­τε να κοι­νω­νή­σε­τε ό­λοι, μπά­τε σκύ­λοι α­λέ­στε. Εί­ναι ό­τι ό­λοι εί­μα­στε κε­κλη­μέ­νοι στη χα­ρά του Κυ­ρί­ου και πρέ­πει να το θυ­μη­θού­με. Δεν εί­ναι κοι­νω­νή­στε ό­λοι ε­σείς οι ά­σχε­τοι που δεν έ­χε­τε σχέ­ση με την εκ­κλη­σί­α. Εί­ναι ε­λά­τε στην εκ­κλη­σί­α, ε­λά­τε στον λό­γο του Θε­ού. Ό­σοι τον ξε­χά­σα­τε, ό­σοι α­πο­τύ­χα­τε, ό­σοι νι­ώ­σα­τε κά­ποι­α στιγ­μή ό­τι ο κό­σμος τού­τος σας κα­τά­πι­ε, ό­τι η ρου­τί­να της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας σας ξε­γέ­λα­σε. Ό­τι οι α­ξί­ες που βά­λα­τε μπρο­στά σας σας μπερ­δέ­ψα­νε. Ό­τι υ­πο­λο­γί­σα­τε πιο πο­λύ τον μα­μω­νά στη ζω­ή σας πα­ρά άλ­λα. Ό­λοι ε­σείς. Οι κα­τα­φρο­νε­μέ­νοι, οι α­ναγ­κε­μέ­νοι, οι τα­πει­νω­μέ­νοι, οι α­δύ­να­μοι, ό­λοι ε­σείς. Ε­λά­τε ξα­νά. Δεύ­τε πάν­τες εις την χα­ρά του Κυ­ρί­ου.
Η τρά­πε­ζα γέ­μει, ο μό­σχος πο­λύς. Τι ση­μαί­νει αυ­τό; Ό­χι βέ­βαι­α το τρα­πέ­ζι που θα φά­με με­τά α­πό λί­γο ή την άλ­λη μέ­ρα το πρω­ί. Αλ­λά η τρά­πε­ζα και η χα­ρά της ζω­ής κον­τά στον Χρι­στό που την ξε­χά­σα­με. Και την ξε­χά­σα­με για­τί φταί­ξαν και οι πρώ­τοι υ­πο­κρι­τές που εί­πα­με, για­τί φταί­ξα­νε και οι δεύ­τε­ροι υ­πο­κρι­τές που εί­πα­με και φταί­ξα­με και ό­λοι ε­μείς. Το να α­κο­λου­θή­σου­με τον δρό­μο που ο­δη­γεί στη χα­ρά του Κυ­ρί­ου, ση­μαί­νει ο κα­θέ­νας στο ο­ποι­ο­δή­πο­τε με­τε­ρί­ζι, τό­πο, ερ­γα­σί­α βρί­σκε­ται να α­φυ­πνι­στεί. Κι αν εί­ναι αρ­χι­ε­ρέ­ας κι αν εί­ναι ι­ε­ρέ­ας κι αν εί­ναι λα­ϊ­κός κι αν εί­ναι πο­λι­τι­κός κι αν εί­ναι για­τρός κι αν εί­ναι υ­πάλ­λη­λος, ό,τι και να ’­ναι, να με­τα­νο­ή­σει και να α­κο­λου­θή­σει τον Κύ­ριο. Που δεν ση­μαί­νει να γί­νει έ­να θρη­σκό­λη­πτο αν­θρω­πά­κι που θα κα­τη­γο­ρεί τους άλ­λους. Αλ­λά να γί­νει έ­νας άν­θρω­πος που με το πα­ρά­δειγ­μά του θα δι­δά­σκει τους άλ­λους.
Δέ­στε πια εί­ναι η δι­α­φο­ρά ε­νός Φα­ρι­σαί­ου α­πό αυ­τούς που κα­τη­γο­ρεί ο Κύ­ριος κι ε­νός α­πό τους μα­θη­τές του. Ποι­α εί­ναι η δι­α­φο­ρά ε­νός Φα­ρι­σαί­ου α­πό αυ­τό τον τύ­πο του αν­θρώ­που που ευ­αγ­γε­λί­ζε­ται ο Χρι­στός. Σ’ ό­λο το ευ­αγ­γέ­λιο δεν γί­νε­ται τί­πο­τε άλ­λο πα­ρά να ε­πι­κρί­νε­ται ο τρό­πος του φα­ρι­σα­ϊ­σμού και να προ­βάλ­λε­ται έ­νας και­νού­ριος τρό­πος ζω­ής, έ­να και­νού­ριος τρό­πος αν­θρώ­που. Ο νέ­ος Α­δάμ, ο νέ­ος άν­θρω­πος. Αυ­τός ο νέ­ος άν­θρω­πος πρέ­πει να λάμ­ψει στη ζω­ή μας. Να το πι­στέ­ψου­με ό­σοι δεν το πι­στέ­ψα­με. Να χα­ρού­με ό­σοι δεν χα­ρή­κα­με. Να προ­χω­ρή­σου­με ό­σοι δεν προ­χω­ρή­σα­με. Αυ­τός εί­ναι ο λό­γος της εκ­κλη­σί­ας. Αυ­τή εί­ναι η Μ. Ε­βδο­μά­δα.
Ε­πα­να­λαμ­βά­νω, δεν εί­ναι έ­να ω­ραί­ο έ­θι­μο η Μ. Ε­βδο­μά­δα. Εί­ναι το καρ­δι­ο­χτύ­πι των αν­θρώ­πων της εκ­κλη­σί­ας. Εί­ναι η καρ­διά της ορ­θο­δο­ξί­ας που ο­δη­γεί στην Α­νά­στα­ση. Α­λί­μο­νό μας αν πι­στέ­ψου­με ό­τι εί­ναι φολ­κλόρ που πρέ­πει να το δι­α­τη­ρή­σου­με. Α­λί­μο­νό μας. Πό­σο μα­κριά εί­μα­στε α­πό αυ­τό που η εκ­κλη­σί­α φέρ­νει στη ζω­ή μας…

Ναι, εί­μα­στε πά­ρα πο­λύ μα­κριά. Και­ρός να ε­πα­νέλ­θου­με. Και­ρός ν’ α­φή­σου­με στην ά­κρη τον τύ­πο και να πά­με στην ου­σί­α. Για­τί αλ­λι­ώς, κά­θε φο­ρά που α­κού­με αυ­τό το ευ­αγ­γέ­λιο θα σκε­φτό­μα­στε «για μας τα λέ­ει, ό­χι για τους άλ­λους». Ο Θε­ός να μας δί­νει δύ­να­μη και φώ­τι­ση και χα­ρά και ελ­πί­δα και α­γά­πη να τα ζή­σου­με αυ­τά. Γι’ αυ­τά κλη­θή­κα­με στην εκ­κλη­σί­α. Μό­νο γι’ αυ­τά. Για να ζή­σει ο κό­σμος. Για να γί­νει η ζω­ή Του δι­κή μας ζω­ή. Γέ­νοι­το.  Αμήν.