Η συγκύπτουσα...




(Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του π. Χριστοδούλου Μπίθα)

Πήγε ο Κύριος στην Συναγωγή και ερμήνευε με τον δικό του μοναδικό και αποκλειστικό τρόπο το νόμο. Κι ήταν εκεί μία γυναίκα που έπασχε από μία φοβερή ασθένεια επί δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια. Αγ­κυ­λο­ποι­η­τι­κή σπον­δυ­λί­τι­δα υποθέτουν κάποιοι γιατροί πως είχε. Αυτή την ασθένεια έχουμε συνηθίσει να την βλέπουμε σε ανθρώπους μεγάλης ηλικίας, αλλά απ’ ότι φαίνεται εκείνης της καημένης γυναίκας πριν την ώρα είχε γείρει η σπονδυλική της στήλη. Και είχε φτάσει σε αυτό το φοβερό σημείο να μην μπορεί να δει άνθρωπο κατά πρόσωπο. Κοιτούσε κάτω. Περπατούσε συνεχώς σκυμμένη προς τα κάτω. 


 Και λέει η διήγηση ότι είχε πνεύμα ασθενείας που την είχε οδηγήσει εκεί. Δεν είμαστε σε θέση να ξέρουμε τι εννοεί ο ευαγγελιστής όταν λέει «πνεύμα ασθενείας». Οφειλόταν άραγε η αρρώστια αυτή σε κάποια δική της ευθύνη; Την είχε αρρωστήσει κάποια δαιμονική ἐνέργεια; Δαιμονισμένη δεν ήταν πάντως. Αντίθετα την βλέπουμε να είναι μέσα στη  συναγωγή. Δηλαδή, παρά την καταφρόνηση που προφανώς είχε από τους συμπατριώτες της εξαιτίας της ασθένειας της και από την πιθανότητα να έχει δαιμόνιο. Παρά το γεγονός ότι ταπεινωμένη και λίγα πράγματα μπορούσε να κάνει, σε λίγα πράγματα να συμμετέχει στην ζωή, αυτή επέμενε να πηγαίνει στην συναγωγή.

Την φανταζόμαστε να κάθεται σε μία γωνία και να ακούει τον λόγο του Θεού έτσι όπως τον ερμήνευαν οι ραβίνοι. Την φανταζόμαστε πολλές φορές να πνίγεται στα δάκρυα για την κατάντια αυτή στην οποία είχε φτάσει. Φανταζόμαστε την απελπισία της, φανταζόμαστε την καρδιά της να πονάει. Και λέω φανταζόμαστε, γιατί όλα αυτά πρέπει να συνέβαιναν αφού ο Κύριος χωρίς να του ζητήσει εκείνη τίποτα της φώναξε και της είπε ότι την ελευθερώνει από την αρρώστια της. Σίγουρα είδε μέσα στο νου και την ψυχή της την μετάνοια να έχει ολοκληρωθεί. Είδε ότι αυτός ο άνθρωπος, η τόσο πολύ ταπεινωμένη γυναίκα που όμως επέμενε, δεν το έβαζε κάτω, θα δόξαζε τον Θεό όταν θεραπευόταν. Μας το λέει εξάλλου η συνέχεια της διηγήσεως. Σήκωσε το βασανισμένο κορμί της όρθιο και δοξολογούσε ασταμάτητα τον Θεό.

Κι έτσι, λοιπόν, ο Κύριος την θεραπεύει μπροστά στα έκπληκτα μάτια των τυφλωμένων από το νόμο και από την ρηχή θρησκευτικότητα Φαρισαίων, που δεν μπορούν να ερμηνεύσουν το γεγονός πως αυτός ο ρακένδυτος άνθρωπος που διδάσκει καινά δαιμόνια μπορεί να θεραπεύει. Μπροστά σ’ αυτό το γεγονός, αυτό που τους μένει είναι να επικαλεστούν το Σάββατο. Ανόητο. Δεν χρειάζεται καν να το σχολιάσουμε. Το γνωρίζουμε ότι μπροστά στη μεγαλοσύνη του Θεού, μπροστά στη σωτηρία του ανθρώπου δεν υπάρχουν ούτε Σάββατα, ούτε Κυριακές, ούτε τύπος, ούτε νόμος, παρά μόνο η αγάπη Του.
Είδαν οι πατέρες της εκκλησίας σ’ αυτή την γυναίκα που ανυψώνει το σώμα της μια αλληγορική ερμηνεία. Είδαν τον άνθρωπο, εμάς, σε μια κατάσταση που ακόμα δεν έχει έρθει σε πλήρη κοινωνία με τον Θεό. Δεν μπορούμε να δούμε κατά πρόσωπο τους άλλους. Μοιάζουμε κι εμείς σαν να έχουμε σκύψει προς τα κάτω. Μπορούμε να δούμε μόνο κάποια πρόσωπα γύρω μας, αυτούς που ονομάζουμε αγαπημένα πρόσωπα. Πολλές φορές όμως και μ’ αυτούς φτάνουμε στο σημείο να τσακωνόμαστε, να παρεξηγούμεθα. Τα ξέρουμε πολύ καλά. Κληρονομικά, παρεξηγήσεις, μικρότητες, ακόμα και μίζερες μικροκομματικές διαφορές και τόσα άλλα, μα πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι η καρδιά μας είναι στεγνή από αγάπη. Ελάχιστους μπορεί να αγαπήσει. Ελάχιστους μπορεί να χωρέσει. Ελάχιστους μπορεί να περιχωρήσει.

Κι έτσι μοιάζουμε, λένε οι πατέρες, σαν εκείνη την συγκύπτουσα γυναίκα. Που μέσα στη αγωνία της αρρώστιας της μπορούσε να κοιτάξει προς τα κάτω. Ελάχιστες φορές θα σήκωνε τον αυχένα της για να κοιτάξει μπροστά, κυρίως τους δικούς της. Και αυτή η θεραπεία που κάνει ο Χριστός και την σηκώνει όρθια της δίνει την δυνατότητα επιτέλους να κοιτάει πρόσωπο προς πρόσωπο τους άλλους ανθρώπους. Έχει έρθει η ώρα, έχει ολοκληρωθεί η μετάνοια. Έχει έρθει η στιγμή μέσα από δάκρυα, μέσα από συντριβή, μέσα από στοχασμό αν θέλετε όλα αυτά τα χρόνια για την αμαρτία των ανθρώπων και την δική της. Έχει έρθει η ώρα να θεραπευτεί. Να κοιτάξει επιτέλους και τον Θεό και τους ανθρώπους κατά πρόσωπο.

Στο πρόσωπο της συγκύπτουσας βλέπουμε τον μετανοούντα άνθρωπο. Που όμως μετανοεί μόνο αφού έχει συνειδητοποιήσει την αμαρτία του. Στο πρόσωπό της μπορεί να ανιχνεύσουμε τον εαυτό μας. Ακόμα κι όσοι παριστάνουμε ότι τάχα είμαστε καλοί χριστιανοί, όταν αναμετρηθούμε με την πραγματικότητα που μας περιβάλλει, όταν σκεφτούμε αν αγαπάμε αληθινά, τότε βλέπουμε την αστοχία μας. Ξεκινώντας από τους κοντινούς και προχωρώντας προς τους άλλους. Φτάνοντας μέχρι τους ξένους. Φτάνοντας μέχρι εκείνους που πολλές φορές τους φοβόμαστε, τους βρίζουμε, είμαστε καχύποπτοι απέναντί τους, ανασφαλείς.

          Να αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν είπε ο Κύριος. Όλες οι θεωρίες και κοσμοθεωρίες που υπήρξαν σε τούτο δω τον κόσμο έχουν καταρρεύσει. Η μία μετά την άλλη έρχονται και παρέρχονται. Για να δώσουν την θέση τους πάλι σε θεωρίες μίσους. Κοιτάξτε τι γίνεται στην ανθρωπότητα. Σ’ όλη τη λεκάνη της Μεσογείου και της Αφρικής, για να μην πούμε παραπέρα, διάφορα καθεστώτα που υπόσχονταν υλικούς παραδείσους κατέρρευσαν. Στη θέση τους, μετά απ’ τη μεγάλη απογοήτευση των ανθρώπων που δεν μπόρεσαν να βρούν αυτόν τον υλικό παράδεισο μπαίνει η μισαλλοδοξία, το μίσος. Σ’ όλες τις χώρες της βορείου Αφρικής, ισλαμικά καθεστώτα που φαίνεται να ρέπουν προς μία άλλη αντίληψη του Θεού από εκείνη που έχουν οι φιλήσυχοι μουσουλμάνοι, εγκαθιδρύεται το ένα μετά το άλλο. Και αν κοιτάξει κανείς και σε χώρες της Κεντρικής Αφρικής και βεβαίως της Ασίας όλα μοιάζουν πολύ ανησυχητικά. Θα μου πείτε, «δεν ήταν ανησυχητικά και τότε που ήθελαν οι άνθρωποι να εγκαθιδρύσουν παραδείσους στηριζόμενοι σε δικτατορίες για να φέρουνε μετά τάχα κάποια ισότητα»; Δεν ήταν ανησυχητικά τα πράγματα εδώ και 50-60 χρόνια όταν φοβερά καθεστώτα φυλάκιζαν τους ανθρώπους, τους βασάνιζαν, τους ανάγκαζαν να απαρνηθούν την θρησκεία τους; Δεν ήταν; Κατέρρευσαν. Και τώρα δυστυχώς επειδή η βία πάντα βία φέρνει, επειδή το άδικο προκαλεί πάντα το άδικο, καινούρια καθεστώτα, αυτοί που λατρεύουν θεούς φανταστικούς έρχονται να αναστήσουν και να αναπληρώσουν εκείνα τα άλλα των επίγειων θεών.

         Αυτό το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν» μοιάζει κρυστάλλινο, ανέγγιχτο από την ιστορία. Λίγοι το προσέγγισαν και βεβαίως ποτέ δεν έγινε μαζικά. Όμως παραμένει ως κλήση προσωπική του Θεού στον καθένα από εμάς. Μας προκαλεί και μας προσκαλεί. Όλους εμάς που είμαστε χλιαροί. Όλους εμάς που κοιτάμε να περάσει η μέρα μέσα σε μια ρουτίνα. Που φοβόμαστε τον κόσμο. Όλους εμάς που το μήνυμά Του δεν το λάβαμε ακόμα βαθιά μέσα στην ψυχή μας. Όλους εμάς που θέλουμε τον Θεό σε μια γωνία του μυαλού μας κι όχι να καταλαμβάνει όλη μας την ύπαρξη. Σαν έρωτας μανιακός όπως λεν οι πατέρες, που θα αναμορφώσει τα πάντα και θα τα φωτίσει.

Περιμένουμε οι καημένοι να αλλάξει ο κόσμος. Από τότε που φτιάχτηκε τούτος ο κόσμος, η μεγάλη ουτοπία είναι ότι μπορεί να αλλάξει. Δεν αλλάζει αυτός ο κόσμος. Αλλάζει ο άνθρωπος όμως. Και η κλήση του Χριστού για την βασιλεία Του είναι προσωπική, στον καθένα μας. Κι αν υπάρχει μια κλήση που είναι ομαδική είναι για την κοινότητα της Εκκλησίας, που κι αυτή ακόμα μοιάζει στα χρόνια τούτα να είναι λίγο θολή. Εκκλησία θα πει καλώ σε συγκέντρωση. Καλώ σε κοινότητα, καλώ σε κοινό σκοπό. Καλώ σε κοινό τρόπο ζωής. Και εκκλησία σημαίνει ότι κάποιοι άνθρωποι έχοντας στο νου και στην καρδιά μας αυτό το «αγαπήσεις τον πλησίον σου ως εαυτόν και Κύριο τον Θεόν σου» συγκροτούνται σ’ ένα σώμα, το σώμα του Χριστού. Για να προσπαθήσoυμε να είμαστε η μαγιά που θα κάνει όλο το ζυμάρι να φουσκώσει.

Στα χρόνια που ζούμε, τα περίεργα χρόνια αυτά τα αλλόκοτα, που μοιάζει η ελπίδα να χλωμαίνει, τα βίαια καθεστώτα και οι ιδεολογίες αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο και η άγρια μορφή του νεοφιλελευθερισμού παίζει παιχνίδια με τις οικονομίες των κρατών. 
Και τώρα ήρθε ο καιρός ο λαός του Θεού να συναχθεί. Μακριά από κόμματα, μακριά από ιδεολογίες. Έχοντας ένα και μοναδικό ηγέτη, τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό. Που καλεί τα μέλη της Εκκλησίας να είναι ένα σώμα μακριά από μικροκομματικά συμφέροντα, μακριά από ο,τιδήποτε έχει αποτύχει παντελώς στο κόσμο.

Ένα είναι το όραμα του χριστιανού, η Βασιλεία των ουρανών. Που δεν την περιμένουμε μετά τον θάνατό μας, την περιμένουμε τώρα, σήμερα. Να την χαρούμε με τους ανθρώπους όχι μόνο αυτούς που αγαπάμε αλλά και όποιον έρθει στον δρόμο μας. Να την χαρούμε γιατί μόνο την μοναδική και σημερινή ημέρα έχουμε. Καθόμαστε και στεναχωριόμαστε για το τι θα γίνει σε 3, σε 10, σε 20 χρόνια, λες και είναι σίγουρο ότι θα ζούμε. Και δεν στενοχωριόμαστε που χάνουμε την σημερινή ημέρα. Που βυθιζόμαστε σε μια χωρίς νόημα καθημερινότητα.

Ακούσαμε λίγο πριν, την ώρα του κοινωνικού, να ψέλνουν οι ψάλτες μας αυτό τον υπέροχο 22ο ψαλμό. «Κύριος ποιμαίνει με και ουδέν με υστερήσει. Εις τόπον χλόης εκεί με κατεσκήνωσεν». Χιλιάδες, εκατομμύρια άνθρωποι του Θεού μέσα στην ιστορία, σε συνθήκες εύκολες ή δύσκολες, ακραίες και μαρτυρικές είχαν αυτό τον ψαλμό στα χείλη τους. Γιατί; Για να μπορούν να χαίρονται την σημερινή ημέρα. Για να θυμούνται ότι όταν ποιμαίνει ο Κύριος την ζωή μας επί της ουσίας, όταν ο Κύριος είναι πραγματικά Κύριός μας, τίποτα απολύτως δεν μπορεί να μας λείψει και «ου φοβηθήσομαι κακά». Τίποτα δεν φοβάμαι. Κερδίζω την ημέρα, ζω τον δρόμο της αγάπης Του και πορεύομαι προς τα έσχατα, γιατί ως χριστιανός ετούτο δω τον κόσμο τον γνωρίζω και τον καταλαβαίνω. Καταλαβαίνω την αμαρτία του. Καταλαβαίνω την αστοχία του. Και ονειρεύομαι μόνο την Βασιλεία των ουρανών. Που έρχεται όμως μέσα από την αγάπη στον διπλανό, όχι μέσα από ατομικούς δρόμους θρησκευτικότητας.

Ο δρόμος της αγάπης του Χριστού ενάντια σε κάθε σύστημα, ιδεολογία και θρησκεία βίας, παραμένει η μοναδική ελπίδα σε τούτον εδω τον κόσμο. Ο Θεός να μας δίνει δύναμη να τον ακολουθήσουμε πραγματικά τούτο τον δρόμο. Γιατί στα χρόνια που έρχονται οι χλιαροί θα κινδυνεύσουν πάρα πολύ όπως λέει η Αποκάλυψη. Και θα βρεθούν οι ψυχροί να είναι σε καλύτερη θέση από αυτούς. Γιατί θα ’χουν την ελπίδα της μετανοίας. Ενώ ο χλιαρός μπορεί να χαθεί μέσα στον φόβο και στη  έλλειψη νοήματος. Καθώς έρχονται τας Χριστούγεννα να ευχηθούμε να μας δίνει ο Θεός την δύναμη να μπορέσουμε φέτος λίγο παραπάνω να εννοήσουμε την ενανθρώπησή Του. Αμήν!