Πό­σο ἀγ­γί­ζει ἡ δι­δα­χή ὅ­ταν τήν βλέ­πεις ἁ­πτή, πα­ρά­δειγ­μα βί­ου!

Τῆς Ε­ρή­νης Κου­τρέ­τση

Μα­θη­τεί­α πλά­ι σέ κά­ποι­ον πού μι­λ διά τν ρ­γων. Τί σπου­δαί­α ε­και­ρί­α… ­φυ­δα­τώ­νει κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα, νι­ώ­θω, καί δι­ψ­με γιά πα­ρα­δείγ­μα­τα βι­ο­τς, γιά πα­ρα­τή­ρη­ση δο­ξο­λο­γούν­των. Ποι­ός βλέ­πει τήν ζω­ή λ­λι­ς, ποι­ός τήν ζε στά γε­μά­τα; ­χου­με ­νάγ­κη πα­ρα­δείγ­μα­τος, ­κό­μα κι ν κά­ποι­οι στήν ­φη­βεί­α δεί­χνου­με ­δι­ά­φο­ροι καί στήν μέ­ση ­λι­κί­α α­τάρ­κεις. Συ­νή­θως ε­ναι πού ο γη­ραι­ό­τε­ροι μς ­πο­γο­ή­τευ­σαν. ­λή­θεια, πό­σο πνι­γη­ρό φαν­τά­ζει τό γ­ρας ­ταν δέν συ­νο­δεύ­ε­ται ­πό κε­κτη­μέ­νη σο­φί­α… Πα­ραί­τη­ση, προ­θά­λα­μος το θα­νά­του.
­πό τήν λ­λη, « ­λιος βα­σι­λεύ­ει στήν δύ­ση του». Για­τί τά γη­ρα­τειά νά ε­ναι καί ψυ­χι­κά ­πο­στε­ω­μέ­να; «,τι ­γα­π γεν­νι­έ­ται ­δι­ά­κο­πα, ,τι ­γα­π βρί­σκε­ται στήν ρ­χή του πάν­τα». Τό ­να­φο­ρι­κό, θά τολ­μο­σα, ν­τι­κα­θί­στα­ται κι ­πό τό ρ­σε­νι­κό θη­λυ­κό του καί τό πρό­σω­πο γί­νε­ται τρί­το ­νι­κό. ­ποι­ος /-α ­γα­π γεν­νι­έ­ται ­δι­ά­κο­πα, ­ποι­ος/-α ­γα­π βρί­σκε­ται στήν ρ­χή του / της πάν­τα. Κι ν­τως ­γά­πη προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν με­τά­νοι­α πού … μη­δε­νί­ζει τό κον­τέρ. Τό ε­δα, τό γνω­ρί­ζω, λ­πί­ζω νά τό ο­κει­ω­θ.
Δυ­ό κυ­ρί­ες ­τν 93 καί μιά στά 86 πα­ρα­δί­δουν ν ­γνοί­ τους μά­θη­μα ζω­ς. μιά, νε­ό­τε­ρη, μορ­φω­μέ­νη, πο­λυ­τα­ξι­δε­μέ­νη, γ­κρι­τη λο­γο­τέ­χνις, βα­πτι­σμέ­νη στήν ρ­χον­τιά τς ­στι­κς τά­ξης το πα­ρελ­θόν­τος. λ­λη, μι­κρο­παν­τρε­μέ­νο κο­ρί­τσι ­πό μιά μο­ρα­ΐ­τι­κη κω­μό­πο­λη, ση­μεί­ω­νε κά­θε δραχ­μή πού ξό­δευ­ε λό­γω δύ­στρο­που συν­τρό­φου, ε­δε κε­φά­λια ­ξω ­πό τό σπί­τι της στήν ­δεσ­σα κα­τά τόν μ­φύ­λιο, καί μιά Νέ­α Σμύρ­νη χω­ριό. τρί­τη, δα­σκά­λισ­σα Πο­λί­τισ­σα, ­χα­σε δυ­ό φο­ρές τήν πε­ρι­ου­σί­α της καί βα­σα­νί­στη­κε ­πό ­σθέ­νει­ες πο­λύ­χρο­νες. Κι ο τρες χάρ­μα ψυ­χς καί νο­ός.
Βλέ­πον­τας νέ­ες γι­α­γιά­δες χω­ρίς σο­φί­α καί ­λι­κι­ω­μέ­νους μέ­σα στήν γκρί­νια, α­τές ξε­χω­ρί­ζουν ς πο­λύ­τι­μοι, δυ­σεύ­ρε­τοι­ ­δο­δε­κτες. Κοι­νός πα­ρο­νο­μα­στής τά ­σα δι­α­φο­ρε­τι­κά δύ­σκο­λα πέ­ρα­σαν στά ­πο­α δέν πα­ρα­δό­θη­καν, ­γά­πη καί τό ο­σι­α­στι­κό ν­δι­α­φέ­ρον γιά τόν λ­λον, στέ­ρε­η πί­στη στόν Χρι­στό καί τό ­γα­θό. Φε­μι­νί­στρι­ες λ­λιώ­τι­κες, μαρ­τυ­ρον τήν δύ­να­μη καί τόν δυ­να­μι­σμό το φύ­λου κα­θώς ­νέ­στη­σαν ο­κο­γέ­νει­ες καί δι­δά­σκουν τα­πει­νά, μ­πρά­κτως.
μιά πρό μη­νν νο­ση­λευ­ό­ταν με­τά ­πό γ­κε­φα­λι­κό καί στά τη­λέ­φω­να πού συ­νε­χς χτυ­πο­σαν στό νο­σο­κο­με­ο ο­δέ­πο­τε τήν ­κου­σα νά γκρι­νιά­ζει. Το­ναν­τί­ον, μο­νί­μως ρω­το­σε μέ πραγ­μα­τι­κή ­γνοι­α τόν συ­νο­μι­λη­τή γιά τόν ­διο καί τήν ο­κο­γέ­νειά του. Τώ­ρα, τό μό­νο πού τήν στε­νο­χω­ρε ε­ναι πού τό χέ­ρι της πιά δέν τήν βο­η­θ νά κεντή­σει σεν­το­νά­κια γιά τά μω­ρά πού ­να­μέ­νου­με στήν πα­ρέ­α.
λ­λη, πα­ρό­τι θέ­ση της, ­λι­κί­α κι ­να­γνω­ρι­σι­μό­τη­τά της θά μπο­ρο­σαν νά τήν κα­θι­στον ­πό­μα­κρη, μέ­νει ­πλή καί προ­ση­νής, νά ­παν­τ σέ ­λε­κτρο­νι­κά μη­νύ­μα­τα, νά μοι­ρά­ζε­ται τήν ­στο­ρι­κή της μ­βρί­θεια, νά δι­ψ ­κό­μη νά μά­θει. 
Τήν τρί­τη, τύ­ποις κα­θη­λω­μέ­νη σέ ­να­πη­ρι­κό κα­ρο­τσά­κι, μο­νί­μως κά­τι τήν βρί­σκω νά μα­γει­ρεύ­ει γιά νά φι­λέ­ψει. ­χει τήν πε­ποί­θη­ση πώς Θε­ός τήν ­φή­νει νά ζε γιά νά μς ­πα­να­λαμ­βά­νει νά μα­χό­μα­στε, νά μήν πα­ραι­τού­μα­στε στίς δυ­σκο­λί­ες μπρο­στά στά λά­θη μας.
Πό­σες τέ­τοι­ες γι­α­γιά­δες ­πάρ­χουν γύ­ρω μας;
Προ­σω­πι­κά ε­τύ­χη­σα νά γνω­ρί­σω α­τές καί του­λά­χι­στον λ­λες δυ­ό, ­λες στήν ­νο­ρί­α (τυ­χα­ο;). μιά, ­πε­ραι­ω­νό­βια και μα­κα­ρί­τισ­σα πλέ­ον, ­ζη­σε τόν ξε­ρι­ζω­μό ­πό τόν Πόν­το, κή­δε­ψε νέ­α τρες συ­ζύ­γους (­φα­νες ­ρω­ες τς ­στο­ρί­ας το 1914, το 1922 καί το 1940) καί δυ­ό παι­διά. Ξυ­πνο­σε, ζο­σε καί κοι­μό­ταν δο­ξο­λο­γών­τας. λ­λη, ­πί­σης Ποντία, ­πέ­φε­ρε τούς διωγ­μούς ­πό τόν Στά­λιν καί τήν ­νυ­πό­φο­ρη ζω­ή κ­πα­τρι­σμέ­νη στό Κα­ζακ­στάν. Μέ­χρι σή­με­ρα κου­κου­λώ­νε­ται χει­μώ­να - κα­λο­καί­ρι στά μάλ­λι­να μά τό χα­μό­γε­λο κι μα­τιά της ζε­σταί­νουν τούς γύ­ρω.
… Καί με­τά μι­ζε­ριά­ζω για­τί δέν μο πέ­τυ­χε τό φα­ΐ, μέ ­νο­χλε τό σκυ­λί το γεί­το­να ­πει­δή περ­ν ­ω­ση μι­κρή μου.
ς δα­σκά­λα, πο­λύ θά ­θε­λα ο ­φη­βοι μα­θη­τές μου νά τίς ­κού­σουν, νά τίς ­φουγκρα­στον. ς Ε­ρή­νη, ε­χο­μαι νά φτά­σου­με τά χρό­νια τους μά κυ­ρί­ως νά ­χου­με τό φρό­νη­μά τους! Φρό­νη­μα πού δο­κι­μά­στη­κε σχε­δόν ­ναν α­ώ­να, ψή­θη­κε στήν δυ­σκο­λί­α καί τόν πό­νο καί ψη­λα­φε­ται στό νοι­ά­ξι­μο γιά τόν πλη­σί­ον, τήν ­κού­ρα­στη ­ρε­ξη νά ­ξι­στο­ρον μέ θυ­μο­σο­φί­α τά πα­ρελ­θόν­τα, τήν δια­ρκ ­να­σχό­λη­ση μέ τό Φς ς χα­ρά καί δη­μι­ουρ­γι­κό­τη­τα, ς δο­ξο­λο­γί­α μά καί πα­ρά­κλη­ση. Κα­θί­σταν­ται, ­τσι, πιό νέ­ες ­πό ρ­κε­τούς ­πό ­μς, με­σο­πό­λιους δ­θεν νέ­ους.